-
1 εκχύνει
-
2 ἐκχύνει
-
3 εκχύνω
(αόρ. εξέχυσα, παθ. αόρ. εξεχύθην) μετ.1) проливать, выливать, разливать;εκχύνω άφθονα δάκρυα — проливать реки слёз;
η έχιδνα εκχύνει ιόν — змея выпускает яд;
2) изливать (чувства);εκχύν όλην μου την οργήν — излить весь свой гнев;
1) — разливаться, выливаться;εκχύνοματ
2) изливаться (о чувствах);3) бросаться, устремляться; хлынуть; τό πλήθος εξεχύθη προς τήνπλατείαν толпа устремилась к площади -
4 λείβω
Grammatical information: v.Meaning: `pour (forth), make a libation' (Il.).Other forms: aor. λεῖψαι,Derivatives: A. λειβῆνος ὁ Διόνυσος H., λείβηθρον ( λίβ-) n. `dripping place' (Eup. 428), λείβδην `by drops' (EM). - B. With ablaut: λοιβή f. `sacrifice of drinks, gift' (Il.) with λοιβ-εῖον (Plu.), - ίς (Antim., inscr.), - άσιον (Epich.) `vase for spilling', - αῖος `belonging to spilling' (Ath.); λοιβᾶται σπένδει, θύει H. (cf. below). - C. With zero-grade: 1. *λιψ f., only gen. λιβός, acc. λίβα `drink-offering, drip' (A., A. R.) with λιβηρός `wet' (Hp. ap. Gal.); 2. λίψ, λιβός m. "the dripper", name of the rainbringing Southwest-, (West)wind, also as name of the heavenly region `Southwest, West' (Hdt., Arist.) with λιβικός `(south)western' (pap.). For λίψ... πέτρα, ἀφ' ἧς ὕδωρ στάζει H. cf. αἰγίλιψ. 3. From λίψ: λιβάς, - άδος f. `spring, fount etc.' (trag. etc.) with the dimin. λιβάδιον (Str., Plu.), also ' χωρίον βοτανῶδες', i. e. `wet meadow' (H., EM), λιβάζω, - άζομαι `drip' (AP, Poll.), ἀπο- λείβω metaph. `throw away, remove oneself' (com.). 4. λίβος n. = λιβάς (A. Ch. 448 [lyr.], Gal.). - On λιβρός s. v.Etymology: The regelar fullgrade thematic λείβω (with λεῖψαι) and the zero grade primary noun λίψ stand side by side in Greek (cf. νείφει: νίφ-α; quite uncertain λίβει σπένδει, ἐκχύνει H.). - To λοιβᾶται (from λοιβή, s. above) Lat. lībāre `pour out, spill' can be a direct counterpart (cf. Porzig Satzinhalte 254, 322), but it can also be a an independent iterative deverbative (so certainly dēlĭbūtus, if with ū after imbūtus); quite doubtful is λαβά σταγών H., after v. Blumenthal Hesychst. 18 f. Maced. or Messap. for λοιβά. If we remove the -b-, we can adduse other words for `pour (out)', e. g. OCS lьjǫ, lějǫ, liti, Lith. líeju, líeti, s. Bq, WP. 2, 392f., W.-Hofmann s. lībō, Vasmer Wb. s. litь, Fraenkel Wb. s. líeti; always with further connections. - The length in ὄφρᾱ λείψαντε (Ω 285 = ο 149) must not prove λλ- \< IE sl-; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 176. A riming form is εἴβω, s. v.Page in Frisk: 2,96-97Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείβω
См. также в других словарях:
ἐκχύνει — ἐκχύ̱νει , ἐκχέω pour out pres ind mp 2nd sg ἐκχύ̱νει , ἐκχέω pour out pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιοχέαιρα — (I) ἰοχέαιρα, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτή που εκτοξεύει βέλη, η τοξεύτρια («ἰοχέαιρα παρθένος», Πίνδ.) 2. ως κύρ. όν. ἡ Ἰοχέαιρα η Άρτεμις 3. αργότ. και επίθ. τής φαρέτρας) αυτή που εκχύνει τα βέλη («ἰοχέαιρα φαρέτρα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
μελιτοφόρος — ο (για φυτά και άνθη) αυτός που περιέχει ή εκχύνει νέκταρ («μελιτοφόρα άνθη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + φόρος*] … Dictionary of Greek
μελιτόρρυτος — μελιτόρρυτος, ον (Α) αυτός που εκχύνει μέλι ή ρέει σαν μέλι («μελιτόρρυτον νέκταρ», Λυρ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + ῥυτός(< ῥέω), πρβλ. μελί ρρυτος] … Dictionary of Greek
χοληδόχος κύστη — Σακκοειδής σχηματισμός που επικοινωνεί με τις χοληφόρους οδούς μέσω του κυστικού πόρου. Βρίσκεται κάτω από το συκώτι, μαζεύει τη χολή, τη συμπυκνώνει και όταν συσπάται την εκχύνει στο δωδεκαδάκτυλο κατά τα γεύματα ή μετά από άλλα ερεθίσματα. Η… … Dictionary of Greek