Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Ἀσιάς

См. также в других словарях:

  • Ἀσιάς — Ἄσιας fem nom sg Ἀσιάς Asia fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασιάς — ἀσιάς ( ιάδος) και ἀσίς ( ίδος), η (Α) 1. ασιατική 2. ως ουσ. ασιατική άρπα …   Dictionary of Greek

  • Ἀσίας — Ἀ̱σίᾱς , Ἄσιος fem acc pl Ἀ̱σίᾱς , Ἄσιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱς , Ἀσία Asia fem acc pl (ionic) Ἀσίᾱς , Ἀσία Asia fem gen sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱς , Ἀσίης masc acc pl Ἀσίᾱς , Ἀσίης masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσίας — ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem acc pl ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσιάδα — Ἄσιας fem acc sg Ἀσιάδᾱ , Ἀσιάδης masc nom/voc/acc dual Ἀσιάδης masc voc sg Ἀσιάδᾱ , Ἀσιάδης masc gen sg (doric aeolic) Ἀσιάδης masc nom sg (epic) Ἀσιάς Asia fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσιάδες — Ἄσιας fem nom/voc pl Ἀσιάς Asia fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσιάδι — Ἄσιας fem dat sg Ἀσιάς Asia fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσιάδος — Ἄσιας fem gen sg Ἀσιάς Asia fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσιάδων — Ἄσιας fem gen pl Ἀσιάς Asia fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»