-
1 Asia
Ἀσία, ἡ, V. γῆ Ἀσίς (-ίδος), ἡ (Æsch., Pers. 249). Ἀσιάς (-άδος) χθών, ἡ (Eur., Ion, 74), Ἀσιάς γῆ, ἡ (Eur., Ion, 1586), or Ἀσιάς, ἡ, alone (Eur., Ion, 1356), or Ἀσιᾶτις (-ιδος) γῆ, ἡ (Eur., And. 1).The continent of Asia: ἤπειρος Ἀσίς, ἡ (Æsch., P. V. 735).Asiatic, adj.: Ἀσιανός. fem. adj., V. Ἀσιάς (-άδος), Ἀσιᾶτις (-ιδος) (Eur., Tro. 1219; El. 315), Ἠπειρῶτις (-ιδος) (Eur., And. 159).The people of Asia: οἱ Ἀσιανοί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Asia
-
2 аул
аулм τό ἀοῦλι (χωριό τοῦ Καυκάσου καί Μέσης Ασίας). -
3 bulbul
['bulbul](a songbird of Asia or Africa.) πυκνοωτίδα (ωδικό πτηνό της Ασίας) -
4 аул
[αούλ] ουσ. α. αουλι (χωριό του Καύκασου και Μέσης Ασίας) -
5 аул
[αούλ] ουσ α αουλι (χωριό του Καύκασου και Μέσης Ασίας) -
6 басмач
-а α.αντιδραστικός, αντεπαναστάτης (της Κεντρικής Ασίας). -
7 кобыз
-а α.δίχορδο μουσ. όργανο με δοξάρι (των λαών της Μέσης Ασίας). -
8 самун
-а α.ο σιμούν (άνεμος ερήμων Ασίας, Αφρικής). -
9 чий
чия α.1. είδος μεγάλου σπάρτου (της Κεντρ. Ασίας).2. ξηρά στελέχη (φρύγανα) του σπάρτου.
См. также в других словарях:
Ἀσιάς — Ἄσιας fem nom sg Ἀσιάς Asia fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασιάς — ἀσιάς ( ιάδος) και ἀσίς ( ίδος), η (Α) 1. ασιατική 2. ως ουσ. ασιατική άρπα … Dictionary of Greek
Ἀσίας — Ἀ̱σίᾱς , Ἄσιος fem acc pl Ἀ̱σίᾱς , Ἄσιος fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀσίᾱς , Ἀσία Asia fem acc pl (ionic) Ἀσίᾱς , Ἀσία Asia fem gen sg (attic doric ionic aeolic) Ἀσίᾱς , Ἀσίης masc acc pl Ἀσίᾱς , Ἀσίης masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίας — ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem acc pl ἀσίᾱς , ἄσιος Asian fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιάδα — Ἄσιας fem acc sg Ἀσιάδᾱ , Ἀσιάδης masc nom/voc/acc dual Ἀσιάδης masc voc sg Ἀσιάδᾱ , Ἀσιάδης masc gen sg (doric aeolic) Ἀσιάδης masc nom sg (epic) Ἀσιάς Asia fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιάδες — Ἄσιας fem nom/voc pl Ἀσιάς Asia fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιάδι — Ἄσιας fem dat sg Ἀσιάς Asia fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιάδος — Ἄσιας fem gen sg Ἀσιάς Asia fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀσιάδων — Ἄσιας fem gen pl Ἀσιάς Asia fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek