-
1 αθυτος
21) не принесенный в виде жертвы(πέλανοι Eur.)
ἱερὰ ἄθυτα Lys. — несовершенные жертвоприношения (ср. 2)2) отвергнутый в качестве жертвы, не принятый богами(ἱερά Aeschin.)
3) неосвященный жертвоприношениями, т.е. незаконный(σπέρματα παλλακῶν Plat.)
4) не совершивший жертвоприношенияἄ. ἀπῆλθεν Xen. — (Агид) вернулся, не совершив жертвоприношения
5) непригодный для жертвоприношения(βοῦς Plut.)
-
2 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
-
3 ιεροθυτος
-
4 πανθυτος
-
5 πολυθυτος
21) сопровождаемый многочисленными жертвоприношениями(πομπαί Pind.)
σφαγαὴ πολύθυτοι Eur. — заклание многих жертв2) в котором совершаются частые жертвоприношения(ἄλσος Ἀρτέμιδος Eur.)
-
6 φιλοθυτος
См. также в других словарях:
ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος — ζῳοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί, που εξετάζει τις καρδιές και τα ήπατα τών σφαγίων στις ζωοθυσίες για μαντεία, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο θυτον (< ζω(ο) [ΙΙ]* + θυτος < θύω, πρβλ. ειδωλό θυτος, καλλί θυτος) + καρδία +… … Dictionary of Greek
θεόθυτος — θεόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς 2. (το ουδ, ως ουσ.) τό θεόθυτον το θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος, πάν θυτος] … Dictionary of Greek
ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… … Dictionary of Greek
κακόθυτος — κακόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρει κακές θυσίες, που θυσιάζει κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. ιερό θυτος, φιλό θυτος] … Dictionary of Greek
καλλίθυτος — καλλίθυτος, ον (Α) αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θυτος (< θύω), πρβλ. κακό θυτος, πρωτό θυτος] … Dictionary of Greek
κτηνόθυτος — κτηνόθυτος, ον (Α) (για θυσία) αυτή στην οποία θυσιάζονται κτήνη ή κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + θυτος (< θύω), πρβλ. θεό θυτος, ιερό θυτος] … Dictionary of Greek
πολύθυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό θυτος, καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] … Dictionary of Greek
θυτικός — θυτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία 2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη) η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη 4. φρ. «θυτική μαντεία» η μαντεία… … Dictionary of Greek
νεόθυτος — νεόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος] … Dictionary of Greek
πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] … Dictionary of Greek