-
1 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
-
2 εστια
ион. ἱστίη, дор. ἑστίη ἥ1) домашний очаг ( где находились домашний жертвенник и изображения семейных богов)ἡ δορύξενος ἑ. Soph. — гостеприимный очаг;
ἐπὴ τέν ἑστίαν καθίζεσθαι Thuc. — сесть у домашнего очага;ἱστίας (ион. = ἑστίας) ἐπιορκεῖν Her. — ложно клясться домашними богами;μὰ τέν πατρῴαν ἐστίαν! Soph. — клянусь очагом отчего дома!2) семейный очаг, родной домγυναῖκας ἔχων δύο, διξὰς ἱοτίας οἴκεε Her. — (Александрия), имея двух жен, жил на два дома
3) перен. обиталище(παντοδαπῶν ζῴων Arst.)
χθόνιος ἑ. πατρός Soph. — подземное жилище, т.е. могила отца4) семья, семейство(αἱ ὀγδώκοντα ἱστίαι Her.; ἑστίας ἄμοιρος Xen.)
5) род, потомство(Γλαύκου Her.)
6) жертвенник, алтарь, святилище(βούθυτος Soph.)
ἑ. βουλαία Aeschin. — алтарь в βουλή;γᾶς μεσόμφαλος ἑ. Eur. — срединное святилище земли, т.е. алтарь Аполлона в Дельфах;ἥ κοιντέ ἑ. Arst., Polyb., Plut.; — общий алтарь (служивший местом собраний пританеев, убежищем для искавших защиты и пр.)7) центр, средоточие(ἑ. καὴ μητρόπολις Diod.; перен. ἑ. ἤθους Plut.)
ἀφ΄ ἑστίας ἄρχεσθαι погов. Arph., Plat.; — начинать с середины, т.е. с главного
См. также в других словарях:
βούθυτος — βούθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από θυσία βοδιών («βούθυτος ηδονή», «βούθυτοι τιμαί») 2. εκείνος πάνω στον οποίο («βούθυτος ἑστία», «... ἐσχάρα») ή κατά τον οποίο («βούθυτον ἧμαρ», «βούθυτος ἡμέρα») γίνονται θυσίες βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
βούθυτον — βούθυτος of masc/fem acc sg βούθυτος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθύτοις — βούθυτος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθύτοισι — βούθυτος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθυτώ — βουθυτῶ ( έω) (Α) [βούθυτος] 1. σφάζω και θυσιάζω βόδια 2. θυσιάζω … Dictionary of Greek
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
βουθύτωι — βουθύτῳ , βούθυτος of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)