-
1 βουθυτος
21) связанный с принесением в жертву быков(τιμαί, ἦμαρ Aesch.; ἡδονή, ἡμέρα Eur.)
2) предназначенный для жертвоприношения, жертвенный(ἑστία Soph.; ἐσχάρα Arph.)
См. также в других словарях:
πρωτόθυτος — ον, Α αυτός που θυσιάστηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βού θυτος] … Dictionary of Greek
φιλόθυτος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσει να θυσιάζει συχνά 2. (για τελετές, εορτές) α) αυτός κατά τον οποίο γίνονται θυσίες β) αυτός που τελείται από άτομα που τούς αρέσουν οι θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θυτος (< θύω [Ι]), πρβλ. βού… … Dictionary of Greek
ιπποθυτώ — ἱπποθυτῶ, έω (Α) θυσιάζω ίππους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + θυτώ (< θυτος < θύω [Ι]), πρβλ. βου θυτώ, ξενο θυτώ] … Dictionary of Greek