-
1 εφέπει
-
2 ἐφέπει
-
3 ἐφ-έπω
ἐφ-έπω (s. ἕπω), impft. ἐφεῖπον, ep. ἔφεπον u. ἐφέπεσκον, fut. ἐφέψω, Il. 21, 588, aor. ἐπέσπον, inf. ἐπισπεῖν, partic. ἐπισπών (ἐφεψάσϑω bei Theocr. 9, 2 ist in ἐφαψάσϑω geändert); nachgehen, verfolgen, nachsetzen; ἃς τοὺς Ἀτρείδης ἔφεπε – αἰὲν ἀποκτείνων τὸν ὀπίστατον Il. 11, 177. 496; ἦ καὶ μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ 15, 742. 21, 542; ἄγρην ἐφέπεσκον, sie gingen der Beute nach, Od. 12, 330; bedrängen, in die Enge treiben, angreifen, τοσσούςδ' ἀνϑρώπους ἐφέπειν καὶ πᾶσι μάχεσϑαι Il. 20, 357, vgl. 494; vor sich hertreiben, ἵππ ους 24, 326; Πατρόκλῳ ἔφεπε ἵππους, er trieb die Rosse vor sich hin auf den Patroklos los, 16, 732; ἔγχος, den Speer auf Einen schleudern, Pind. P. 6, 33; κορυφὰς ὀρέων, vom Jäger, die Gipfel der Berge besuchen, durchstreifen, Od. 9, 121; πεδίον, durchlaufen, Il. 11, 496; γαῖαν καὶ βένϑεα λίμνης Hes. Th. 365; ὄρος Pind. P. 1, 30; sp. D., νῆσον Ap. Rh. 2, 384. – Uebertr., einem Geschäfte nachgehen, es eifrig betreiben, ὑσμίνης στόμα, den Kampf in den vordersten Reihen betreiben, eigtl. wie vorher, die ersten Schlachtreihen durchstreifen, Il. 20, 359; in tmesi, ἄλλοι δ' ἐπὶ ἔργον ἕποιεν Od. 14, 195; πόλεμον Ἄρης ἐφέπει Simonds. 40 (VII, 296); so auch συμποσίας Pind. P. 4, 294; ὅσια Ar. Th. 675; τερπωλὰς καὶ ϑαλίας Archil. bei Plut. de aud. poet. 11; ähnlich Θήβας Aesch. Pers. 38; Εέρξης δὲ πάντ' ἐπέσπε δυςφρόνως 544; sp. D. in der Anth.; auch Her., πολλὰ ἐπέπουσι 7, 8, 1. Aber παραιβασίας = bestrafen, Hes. Th. 220. – Bes. πότμον ἐπισπεῖν, sein Geschick betreiben, beschleunigen, sein Geschick, seinen Tod durch eigene Schuld sich zuziehen, oder wie mortem obire, sein Schicksal vollenden, oft bei Hom.; auch ϑάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν, ϑανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν, u. ähnl. κακὸν οἶτον, ὀλέϑριον ἦμαρ, μόρσιμον ἦμαρ ἐπισπεῖν, Od. 3, 134 Il. 19, 294. 21, 100; vgl. αἰὼν ἔφεπε μόρσιμος Pind. Ol. 2, 10; – folgen, nacheifern, δίκαν Φιλοκτήταο Pind. P. 1, 50. – Med. nachgehen, folgen, τινί, Il. 13, 495 Od. 16, 426; ποσίν τινι, mit den Füßen folgen können, Il. 14, 521; ἐπέσποντο Pind. P. 4, 133; in Prosa, Her. u. Folgde; auch im feindlichen Sinne, verfolgen, u. übertr., εἰ μή οἱ τύχη ἐπίσποιτο, wenn ihn das Glück nicht begleite, Her. 1, 32; 7, 10, 4; ᾡ χάρις ἐφέσπετο Ar. Vesp. 1278; μόγις μέν πως ἐφέπομαι, d. i. mit der Einsicht folgen, Plat. Legg. I, 644 d; ἀδυνατήσασα ἐπισπέσϑαι Phaedr. 248 c; – Folge geben, gehorsam sein, ϑεοῦ ὀμφῇ Od. 3, 215. 16, 96; ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ, ihrer Leidenschaft folgend, sich durch sie verleiten lassend, 14, 262. 17, 431; βουλῇ πατρός Aesch. Eum. 590; γνῶμαι, αἷς ἔγωγ' ἐφέψομαι Soph. Ant. 632; τῷ δικαίῳ El. 1026, vgl. 955; ὅ τε πείσας καὶ ὁ ἐπισπόμενος Thuc. 3, 43. – Vgl. ἐφέσπομαι.
-
4 ἕπομαι
ἕπομαι (ἕπομαι, -εται, -ονται; ἕπηται; ἕποιτο; ἑπέσθω; ἑπόμενοι: fut. ἕψεται, -ονται: impf. ἕπετο: aor. ἕσπετο; coni. ἑσπέσθαι; ἑσπόμενοι, σπομέναν.)1 followa of people, c. dat.καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.39
καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον· ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον, ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον, καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.36
τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ Παρθ. 2.. Νηρεὺς δ' ὁ γέρων ἕπετα[ι (supp. Lobel) Pae. 15.4b of things, c. dat. “πεύθομαι δ' αὐτὰν κατακλυσθεῖσαν ἐκ δούρατος ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” (the clod went with the spray by which it was washed into the sea, Gildersleeve) P. 4.40 met., ὅλβος ἅμ' ἕσπετο sc.Ἰαμίδαις O. 6.72
μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ' ἀγλαόν ( ἕσπητ v. l.) O. 8.11 τόλμα δε καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις ἕσποιτο ( ἕποιτο v. l.) O. 9.83μακρότεραι Τερψίᾳ θ' ἕψοντ Ἐριτίμῳ τ ἀοιδαί O. 13.42
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων (sc. σοι) P. 1.82 οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ' αἰεὶ βροτῷ (Heindorf: βροτῶν codd.) P. 2.75τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται P. 3.84
πολὺς εὖτ' ἂν ἐπιβρίσαις ἕπηται (sc. ὄλβος) P. 3.106 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων (sc. σοι) P. 5.55 ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις ἀγάνορα πλοῦτον ἀνθεῖν σφίσιν ( ἕσποιτο coni. Mosch.) P. 10.17μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ἕσπετο δ' αἰενάου πλούτου νέφος ( ἕπετο v. l.) fr. 119. 4.cI heed, obey ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω̆ ἑσπέσθαι κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς (Pauw: σπέσθαι codd.) I. 6.17 σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῖ fr. 131. b. 1.II accord, be in keeping with ἕπεται δὲ λόγος εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (ἐπ' αὐτῶν ἁρμόζει. Σ.) O. 2.22 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” N. 3.29 “ θυμὸς δ' ἑπέσθω” (sc. καθάπερ καὶ τὸ σῶμα. Σ.) I. 6.49III be attendant, beἕπεται δ' ἐν ἑκάστῳ μέτρον O. 13.47
ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
IV follow, traceἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα O. 10.78
V dub., follow c. acc. ἕπεται δέ, Θεαῖε, ματρώων πολύγνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων τιμὰ ( κατά subaudit Σ: ἐπέβα coni. Wil.: πολυγνώτῳ γένει Er. Schmid: ἐφέπει Bury) N. 10.37VI fragg. ἕπομ[αι (supp. Snell) fr. 215. 13. μελιρρόθων δ' ἕπεται πλόκαμοι fr. 246a.
См. также в других словарях:
ἐφέπει — ἐφέπω ply pres ind act 3rd sg (epic) ἐφέπω ply pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)