-
1 κινητος
-
2 κινητός
η, ό[ν]1) способный двигаться, движущийся; 2) передвижной (о вещи); подвижной (о человеке); 3) юр. движимый;κινητή περιουσία — или κινητά κτήματα — движимое имущество;
4) временный, непостоянный (о населении);§ κινηταί αξίαι — ценные бумаги
-
3 κινητός
[кинигос] επ способный двигаться, мобильный. -
4 αεικινητος
-
5 ακινητος
2, редко Pind. 31) неподвижный, недвижимый Her., Pind., Plat.βῆναι ἐξ ἀκινήτου ποδός Soph. — отправиться неподвижной стопой, т.е. умереть
2) малоподвижный, ленивый, вялый(φρένες Arph., Plut.)
3) нетронутый, невспаханный(χώρα Plut.)
4) косный, бездеятельный(ὕλη Plut.)
5) неизменный(νόμιμα Thuc.; νόμοι Arst.)
ἀκίνητοι φυλακαί Eur. — несменившаяся стража6) неприкосновенный, заповедный, запретный, священный(τάφος Her.)
κινεῖν τὰ ἀκίνητα Soph., Her., Plat. — прикасаться к запретному, т.е. кощунствовать;τἀκινητ΄ ἔπη Soph. — слова, которые нельзя произносить, т.е. тайны7) непреклонный, неутолимый, упорный Soph.ἀ. ὑπὸ φόβου Plat. — неустрашимый
-
6 αυτοκινητος
-
7 δυσκινητος
дор. δυσκίνᾱτος 21) с трудом двигающийся, малоподвижный, медлительный(γᾶ Plat.; καμπή Arst.; πλοῖα Polyb.; στρατιά Plut.)
2) перен. неповоротливый, вялый(διάνοια Arst.)
3) устойчивый, незыблемый(μόνιμος καὴ δ. Plut.)
4) непреклонный, неумолимый(Ἅιδης Anth.)
5) несклонный(πρὸς τοὺς φόβους Plat.; πρὸς γέλωτα Plut.)
δ. ὑπὸ ὀργῆς Arph. — не подверженный гневу -
8 ευκινητος
21) подвижной(πῦρ Plat., Arst.; εὐκινητότατον τὸ σφαιροειδές, sc. ἐστιν Arst.)
2) изменчивый, легко склоняющийся(ἐπ΄ ἀμφότερα Arst.)
εὐ. πρὸς ὀργήν Arst., Plut. — склонный к гневу, вспыльчивый3) неустойчивый, шаткий(λόγος λίαν εὐ. Arst.)
-
9 μετακινητος
-
10 οξυκινητος
-
11 πολυκινητος
21) многообразно движущийся, весьма подвижный(ὄψις Plut.)
2) связанный с постоянной подвижностью, т.е. беспокойный(τὸ ἄρχειν Arst.)
-
12 στόχος
ο цель; мишень (тж. перен.);απομονωμένος στόχος — одиночная цель;
εμφανιζόμενος στόχος — появляющаяся цель;
επί-γειος στόχος — наземная цель;
κινητός ( — или κινούμενος) στόχος — движущаяся цель;
σταθερός στόχος — неподвижная цель;
ανακαλύπτω ( — или αποκαλύπτω) στόχο — обнаруживать цель;
εντοπίζω ( — или επισημαίνω) στόχρ — засекать цель;
καταστρέφω ( — или προσβάλλω) στόχο — поражать цель;
αναχαιτίζω στόχο — перехватывать цель;
πετυχαίνω ( — или βρίσκω) το στόχος — а) попадать в цель; — б) находить слабое место;
χτυπώ στο στόχο — бить в цель, по цели; — бить по мишени;
προσηλωμένος στο στόχο — целеустремлённо
См. также в других словарях:
κινητός — moving masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… … Dictionary of Greek
κινητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί, αυτός που μπορεί κάποιος να τον μετακινήσει: Χρησιμοποιεί κινητή γέφυρα. 2. «κινητές γιορτές», οι γιορτές που δε γιορτάζονται την (ίδια ημερομηνία κάθε χρόνο. 3. το ουδ. πληθ., τα κινητά ως ουσ., σημαίνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κινητόν — κινητός moving masc acc sg κινητός moving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητοῖς — κινητός moving masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητοί — κινητός moving masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητούς — κινητός moving masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητή — κινητός moving fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῶς — κινητός moving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινητῷ — κινητός moving masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)