Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-κίνητος

См. также в других словарях:

  • κινητός — moving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κινητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί, αυτός που μπορεί κάποιος να τον μετακινήσει: Χρησιμοποιεί κινητή γέφυρα. 2. «κινητές γιορτές», οι γιορτές που δε γιορτάζονται την (ίδια ημερομηνία κάθε χρόνο. 3. το ουδ. πληθ., τα κινητά ως ουσ., σημαίνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητόν — κινητός moving masc acc sg κινητός moving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητοῖς — κινητός moving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητοί — κινητός moving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητούς — κινητός moving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητή — κινητός moving fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῶς — κινητός moving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῷ — κινητός moving masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»