Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εμφανιζόμενος

См. также в других словарях:

  • ἐμφανιζόμενος — ἐμφανίζω show forth pres part mp masc nom sg ἐμφανίζω show forth pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… …   Dictionary of Greek

  • συμφυΐα — η, ΝΜΑ [συμφυής] 1. η ιδιότητα τού συμφυούς 2. (ιδίως για την Αγία Τριάδα) συνένωση, σύμφυση νεοελλ. (μεταλργ.) φαινόμενο που παρατηρείται στους χάλυβες και κατά το οποίο ο συνήθης περλίτης, εμφανιζόμενος σε μεταλλικά πλακίδια, μεταβάλλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • φενακίζω — ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ [φέναξ, ακος] εξαπατώ, παραπλανώ μσν. φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή αρχ. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • Λιούμετ, Σίντνεϊ — (Sidney Lumet, Φιλαδέλφεια 1924 –). Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και στο Actors Studio. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του σε ηλικία 5 ετών ως παιδί θαύμα,… …   Dictionary of Greek

  • Μαρτούτσι, Τζουζέπε — (Giuseppe Martucci, Κάπουα, Καζέρτα 1856 – Νάπολη 1909). Ιταλός πιανίστας, αρχιμουσικός και συνθέτης. Μετά τις σπουδές του στο Ωδείο της Νάπολης, ξεκίνησε μια επιτυχημένη σταδιοδρομία κοντσερτίστα, εμφανιζόμενος και ως πιανίστας στα μεγαλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… …   Dictionary of Greek

  • Μοσχονάς, Νίκος — (Αθήνα 1907 – 1975). Βαθύφωνος. Σπούδασε στο Ελληνικό και στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μιλάνο. Ξεκίνησε την καριέρα του εμφανιζόμενος στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, το 1930, στην όπερα Ριγολέτος, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ντομπρολιούμπωφ, Νικολάι Αλεξάντροβιτς — (Nikolai Alexandrovich Dobrolyubov,Νίζνι Νόβγκοροντ 1836 – Αγία Πετρούπολη 1861). Ρώσος φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός. Γιος ορθόδοξου ιερέα, έζησε τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στην αθλιότητα, αλλά και στη μελέτη· σε ηλικία μόλις 20… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»