Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

απομονωμένος

См. также в других словарях:

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Καμερούν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καμερούν Έκταση: 475.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.184.748 (2002) Πρωτεύουσα: Γιαουντέ (1.154.400 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Στα Β οριοθετείται από τη λίμνη Τσαντ, στα Α συνορεύει με το Τσαντ και την… …   Dictionary of Greek

  • άζυξ — ἄζυξ, ( υγος), ο, η, το (AM) 1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον 2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος 3. απομονωμένος, μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ τού ρ. ζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • άξυνος — ἄξυνος, ον (AM) ακοινώνητος, απομονωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξυνός («κοινός, δημόσιος») < ξυν, ιων. κ. αττ. τ. της πρόθ. συν] …   Dictionary of Greek

  • άτερ — ἄτερ πρόθ. (Α) (με γενική) 1. χώρια, ξέχωρα, χωριστά, μακριά 2. δίχως, χωρίς 3. εκτός, πλην, εξόν. [ΕΤΥΜΟΛ. ἄτερ < *ἁτέρ, με ιωνική αιολική ψίλωση < IE. *sn ter. Ο τονισμός του τ. άτερ οφείλεται είτε σε αιολική βαρυτονία είτε στην… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • αγειτόνευτος — η, ο (Μ ἀγειτόνευτος, ον) [γειτονεύω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει κοινωνικές σχέσεις με τους γείτονές του, ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν έχει γείτονες, απομονωμένος …   Dictionary of Greek

  • αδιαβατικός — ή, ό (Φυσ.) ο απομονωμένος (ο κλειστός) στις εξωτερικές ενεργειακές μεταβολές και επιδράσεις. Κατ επέκταση αδιαβατικές ονομάζονται οι μεταβολές συστημάτων, στις οποίες δεν έχουμε θερμικές ανταλλαγές με το περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές <… …   Dictionary of Greek

  • αναχωρητής — Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίπλεκτος — ἀνεπίπλεκτος, ον (Α) εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος …   Dictionary of Greek

  • αποσυρτός — ή, ό 1. αυτός που αποσπάται από κάτι 2. ο απομονωμένος 3. το θηλ. ως ουσ. η αποσυρτή λουρίδα δέρματος με λίπος από τη ράχη σφαγμένου χοίρου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»