-
1 ἀλεξί-κακος
ἀλεξί-κακος, Unglück abwehrend, μῆτις Il. 10, 20 ( ἅπαξ εἰρημ.); – δαίμονες Hes. O. 122, nach Plat. Rep. V, 469 a, wo jetzt ἐπιχϑόνιοι steht; Leucothea Philod. 25 (VI, 349) δαἱμων ἀλ., Hercules Luc. Alex. 4 Palld. 1 33 (IX, 441), Apollon Paus. 1, 3, 4, Ζεύς Plut. adv. Stoic. 33; φάρμακα δίψης, den Durst vertreibend, Thall. 3 (VI, 170).
-
2 ἀπ-αλεξί-κακος
ἀπ-αλεξί-κακος, Unglück abwehrend, Orph. H. 67.
-
3 ἀλεξίκακος
ἀλεξί-κᾰκος, ον,A keeping off ill or mischief,μῆτις Il.10.20
, cf. Hes.Op. 123 (as v.l.), Ar.V. 1043, Paus.8.41.8;ῥάμνος Euph.137
;τὸ ἀ. τῆς ἐπιστήμης Hierocl. in CA12p.447M.
: c.gen.,δίψης ἀ. AP6.170
(Thyill.): epith. of Heracles, Luc.Alex..4, etc.; of Hermes, Ar. Pax 422; save the mark!Ar.
Nu. 1372; of Zeus, Tab.Defix. Aud.26.2 (Crete, iv/iii B. C.), Plu.2.1076b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξίκακος
-
4 ἀλεξίκακος
ἀλεξί-κακος: averting ill, Il. 10.20†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλεξίκακος
-
5 ἀλεξίκακος
-
6 αλεξικακος
2отвращающий зло, защищающий от беды(μῆτις Hom.; δαίμων Hes., Luc., Anth.; Ζεύς Plut.)
δίψης ἀ. Anth. — утоляющий жажду -
7 ἀπαλεξίκακος
ἀπ-αλεξί-κακος, Unglück abwehrend, Orph. H. 67 -
8 ἀλέξω
Grammatical information: v.Meaning: `ward off, defend' (Il.).Compounds: As first member ἀλεξ(ι-), e.g. in ἀλεξί-κακος (Hom.); also Άλέξανδρος, from which comes the Hittite rendering Alakšanduš (Kretschmer Glotta 13, 205ff., 21, 244ff., 24, 242ff., 33, 22f.); Sommer's view that it is in origin Anatolian (IF 55, 187ff., Nominalkomp., esp. 186ff., is now abandoned).Derivatives: ἀλέκτωρ, from which ἀλεκτρυών is derived (q.v.). - From the stem with - η- (cf. ἀλεξήσω): e.g. ἀλεξητήρ `defender' (Hom.) and ἀλεξήτωρ (S.);Etymology: Beside ἀλεξ- there is the stem ἀλκ-, see ἀλκ-ή. They continue * h₂(e)lk-: * h₂lek-s. On the meanings s. Holt Les noms d'action en - σις 78. ἀλέξ- agrees exactly with Skt. rákṣati `protect'.Page in Frisk: 1,69-70Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλέξω
См. также в других словарях:
φερέκακος — ον, Α αυτός που αντέχει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + κακος (< κακός), πρβλ. ἀλεξί κακος, λυσί κακος] … Dictionary of Greek
λυσίκακος — λυσίκακος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κακός (πρβλ. αλεξί κακος, αρχέ κακος)] … Dictionary of Greek
ερυσίβη — και ερυσίφη, η (AM ἐρυσίβη) μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει ιδιαίτερα το σιτάρι και το κριθάρι («αὐχμοὶ καὶ ἐρυσίβη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη τού τύπου αλεξί κακος, βροντησι κέραυνος, τερψί μβροτος και εμφανίζει ως… … Dictionary of Greek
αλεξίκακος — Προσωνύμιο θεών, για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι απομάκρυναν κάθε κακό. Α. ήταν ο Απόλλων, ο Δίας και ο Ερμής, καθώς και ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής. * * * ἀλεξίκακος, ον (AM) 1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά 2. αρωγός,… … Dictionary of Greek