-
1 αλεξ-
-
2 ἀλεξ-ανέμας
ἀλεξ-ανέμας, ου, ὁ, Empedocles, bei Iambl., =
-
3 ἀλεξ-αίθριος
ἀλεξ-αίθριος, Soph. frg. 120, die Kälte abwehrend.
-
4 ἀλεξ-άνεμος
ἀλεξ-άνεμος, Wind abwehrend, χλαῖνα Od. 14, 529 ( ἅπαξ εἰρημ.); – Beiname des Empedocles, s. Sturz.
-
5 ἀλεξ-ήνωρ
ἀλεξ-ήνωρ, ορος, ὁ, Beiname des Aesculap, den Männern beistehend.
-
6 ἀλέξ-ανδρος
ἀλέξ-ανδρος, Männer abwehrend, Ep. bei Diod. S. 11, 14.
-
7 Ἀλεξ-ανδρ-ῶδες
Ἀλεξ-ανδρ-ῶδες, dem Alexander ähnlich, Men.; Plut. Alex. 17.
-
8 ἀλεξάνεμος
ἀλεξ-άνεμος, ον, = foreg., Od.14.529, Ph.1.666, Alciphr. 3.41:—also [suff] ἀλεξ-ήνεμος, ον, Eust.1767.43.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξάνεμος
-
9 ἀλεξήτειρα
A one who keeps off, ἀ. μάχης stemmer of battle, Il.20.396; λοιμοῦ ἀ. a protector from plague, A.R.2.519;κακῶν IG14.1003.25
:—rare in Prose,ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι X.Oec.4.3
.II as Adj.,θυμὸς ἀ. Opp.H.4.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξήτειρα
-
10 ἀλεξανέμας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξανέμας
-
11 ἀλέξημα
A defence, guard, help, A.Pr. 479: c. gen., remedy for,ὀδύνης Hp.Mul.2.212
; protection against,κρύους καὶ θάλπους Gal.UP12.3
;ὑπονοίας Longin. 17.2
;ἀ. πρός τι D.H.7.13
, Paus.10.18.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξημα
-
12 ἀλεξήνωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξήνωρ
-
13 ἀλέξησις
A keeping off, defence,πρὸς ἀ. τραπέσθαι Hdt.0.18
.2 helping, assistance, Hp.Ep.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλέξησις
-
14 ἀλεξητήριος
A able to keep off, defend, or help, esp. as epith. of gods,Ζεὺς ἀ. A.Th.8
; ξύλον ἀ. club for defence, E.HF 470.2 ἀλεξητήριον (sc. φάρμακον), τό, remedy, medicine, Hp.Acut.54; protection, X.Eq.5.6; ἀ. τῆς δηλήσεως charm against.., Thphr.HP7.13.4;ἀ. νούσων Nic.Th.7
, IG9(1).881.3 ([place name] Corcyra);ὄρη ἀ. ὑετῶν Aristid. Or.48(1).11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξητήριος
-
15 ἀλεξητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξητικός
-
16 ἀλεξήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλεξήτωρ
-
17 Ἀλέξανδρος
Ἀλέξ - ανδρος: Alexander, Greek name of Paris, and perhaps a translation of that word. See Πάρις.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀλέξανδρος
-
18 ἀλεξάνεμος
ἀλεξ-άνεμος: protecting against the wind, Od. 14.529†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλεξάνεμος
-
19 ἀλεξαίθριος
-
20 ἀλέξανδρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κοξ, Αλεξ — (Alex Cox, Λίβερπουλ 1954 –). Βρετανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και κινηματογράφο στο Μπρίστολ. Παράλληλα ασχολήθηκε με τη ροκ μουσική, από την οποία άντλησε έμπνευση για τη δημιουργία των… … Dictionary of Greek
Κρόνστεντ, Άλεξ Φρίντρικ — (Axel Fredrik Cronstedt, Στρόεπστα 1722 – Στοκχόλμη 1765). Σουηδός ορυκτολόγος και χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου αργότερα διετέλεσε καθηγητής της χημείας και της ορυκτολογίας. Καθιέρωσε ένα σύστημα ταξινόμησης των ορυκτών με … Dictionary of Greek
Μίλερ, Άλεξ — (Alex Muller, Βασιλεία 1927 –). Ελβετός φυσικός. Σπούδασε στη σχολή μαθηματικών και φυσικής του Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Ζυρίχης, στην οποία είχε καθηγητή τον νομπελίστα Βόλφγκανγκ Πάουλι. Μετά τις σπουδές του εργάστηκε για ένα… … Dictionary of Greek
Νορθ, Άλεξ — (Alex North, Πενσιλβάνια 1910 – 1991). Αμερικανός συνθέτης. Σπούδασε στο Juilliard και στο Ωδείο της Μόσχας. Ταλαντούχος και πολυγραφότατος ασχολήθηκε μεταξύ άλλων και με μουσική για μπαλέτο, συμφωνικά έργα και θεατρικά. Σε μια μεταφορά κάποιου… … Dictionary of Greek
Саня — Александр (Αλέξανδρος) греческое Пол: муж. Толкование имени: Αλέξ, «защитник» / ανδρος, «мужчина» Отчество: Александрович Александровна Женская форма: Александра Другие формы … Википедия
καμπελίτες — οι αίρεση τών Διαμαρτυρομένων στις ΗΠΑ, που ιδρύθηκε από τον Άγγλο θεολόγο Αλεξ. Κάμπελ και η οποία δεν δεχόταν τα σύμβολα, τα μυστήρια, πολλά δόγματα και δίδασκε την επιστροφή στη διδασκαλία τής Καινής Διαθήκης, αλλ. «μαθητές τού Χριστού».… … Dictionary of Greek
σύγκραση — η / σύγκρασις άσεως ΝΑ, και ιων. τ. σύγκρησις, ήσεως, Α [συγκεράννυμι] 1. η ενέργεια τού συγκεράννυμι*, σύμμιξη, ανάμιξη 2. εκκλ. η ένωση με τον θεό αρχ. 1. σύνθεση («οὐ θνητός, οὐδ ἀθάνατος, ἀλλ ἔχων τινὰ σύγκρασιν», Άλεξ.) 2. αστρον. ο… … Dictionary of Greek
φιαρός — και ιων. τ. φιερός, ή, όν, Α 1. λαμπρός, φωτεινός 2. (για το ανθρώπινο σώμα ή για μέλος του) στιλπνός, ζωηρός, εύρωστος 3. (για ζώο) παχύς («ὄρνιθος φιαρῆς», Νικ. Αλεξ.) 4. (ιδίως για την κρέμα τού γάλατος) λιπαρός («φιαρὴν δὲ ποτοῡ ἀποαίνυσο… … Dictionary of Greek
Alex Kapranos — Infobox musical artist Name = Alex Kapranos Background = solo singer Img capt = Alex Kapranos Birth name = Alexander Paul Kapranos Huntley Born = birth date and age|1972|3|20 Almondsbury, England Instrument = Vocals, Guitar Notable Instruments =… … Wikipedia
Egnatia Odos — Autobahn 2 (Aftokinitodromos 2) Länge: geplant 670, fertig 635 km … Deutsch Wikipedia
Egnatia Odos — Autobahn 2 (Aftokinitodromos 2) Länge: geplant 670, fertig 635 km … Deutsch Wikipedia