Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδικῶν

См. также в других словарях:

  • ἀδικῶν — ἀδικέω to be pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκων — ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀδίκων — ἀδίκων , ἄδικος wrongdoing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • безправьдовати — БЕЗПРАВЬД|ОВАТИ (3*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Грешить, поступать беззаконно, несправедливо: аще бесправдують илі искушають. да будеши въ всемъ въслѣду˫а х(с)у. СбЧуд XIV, 285в; всѩкъ бо бесправду˫аи на ѡ(т)вѣтъ готовъ. (ἀδικῶν) ГБ XIV, 21а; и въпреки… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неправьда — НЕПРАВЬД|А (325), Ы с. 1.Неправда, ложь; обман: Не гл҃и на брата неправь‹ды› (ψεῦδος) Изб 1076, 158 об.; възлюбилъ ѥси зълобѹ паче бл҃гостынѣ неправьдѹ неже глаголаати правьдѹ. СкБГ XII, 15а; городъ пожгоша весь. за Новгородьскую неправду. ѡже на …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • δυσνομία — και ιων. ίη, η (Α) η ύπαρξη και λειτουργία κακών, άδικων νόμων …   Dictionary of Greek

  • εκμηδενιστής — ο οπαδός θρησκευτικής αιρέσεως κατά την οποία οι ψυχές τών δικαίων είναι αθάνατες, ενώ τών αδίκων εκμηδενίζονται …   Dictionary of Greek

  • ευεξαπάτητος — η, ο (ΑΜ εὐεξαπάτητος, ον) αυτός που εξαπατάται εύκολα («εὐεξαπάτητοι ὑπὸ τῶν ἀδίκων», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»