Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικαιότατα

См. также в других словарях:

  • δικαιότατα — δίκαιος observant of custom adverbial superl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc superl pl δίκαιος observant of custom adverbial superl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοτάτας — δικαιοτάτᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc superl pl δικαιοτάτᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen superl sg (doric aeolic) δικαιοτάτᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc superl pl δικαιοτάτᾱς , δίκαιος observant of custom fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιότατ' — δικαιότατα , δίκαιος observant of custom adverbial superl δικαιότατα , δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc superl pl δικαιότατα , δίκαιος observant of custom adverbial superl δικαιότατα , δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thales — Infobox Philosopher color = #B0C4DE Thales image caption = Thales name = Thales of Miletos (Θαλής ο Μιλήσιος) birth = ca. 624–625 BC death = ca. 547–546 BC school tradition = Ionian Philosophy, Milesian school, Naturalism main interests = Ethics …   Wikipedia

  • αριστόδικος — ἀριστόδικος, ο (Α) άριστος δικαστής, αυτός που δικαιότατα δικάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + δικος < δίκη] …   Dictionary of Greek

  • ιθύντατα — ἰθύντατα (Α) επίρρ. δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἰθύς (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • πάνδικος — ον, Α δίκαιος ως προς όλα, πάρα πολύ δίκαιος (α. «πάνδικον σέβας», Αισχύλ. β. «πανδίκῳ φρενί», Σοφ.). επίρρ... πανδίκως με πάνδικο τρόπο, με όλο το δίκαιο, δικαιότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δικος (< δίκη), πρβλ. ευθύ δικος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»