Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

родителей

  • 1 слушаться

    слу́ша||ться
    (повиноваться) ἀκούω (άμετ.), ὑπακούω:
    \слушатьсяться совета ἀκούω τή συμβουλή· \слушатьсять-ся родителей ἀκούω τους γονείς μου, ὑπακούω στους γονείς μου· никого не \слушатьсяться δέν ἀκούω κανένα, δέν ὑπακούω σέ κανένα· ◊ \слушатьсяюсь! (в ответ на приказание) μάλιστα!, στάς διαταγάς σας Ι

    Русско-новогреческий словарь > слушаться

  • 2 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 3 кормить

    кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•

    кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•

    кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•

    кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•

    кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•

    кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•

    кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.

    || θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•

    кормить грудью βυζαίνω•

    сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.

    2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•

    он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•

    дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.

    εκφρ.
    кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•
    кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•
    хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.
    τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•

    кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.

    Большой русско-греческий словарь > кормить

  • 4 оный

    αντων. δεικτ. αυτός, εκείνος ακριβώς•

    оный день αυτήν ακριβώς τη μέρα.

    || ο ανωτέρω αναφερόμενος. || (αντων. προσωπική του 3 προσ. και μόνο στις πλάγιες πτ.)• так до отъезда в Москву, так и по возвращении из оной проживал в доме родителей τόσο πριν την αναχώρηση για τη Μόσχα, όσο και μετάτην επιστροφή απ αυτή ζούσε στο σπίτι των γονέων.
    εκφρ.
    во время оно; во времена они; в оны дни; в оны годы – εκείνο (αυτόν) τον καιρό εκείνους (αυτούς) τους καιρούς εκείνες (αυτές) τις μέρες εκείνα (αυτά) τα χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > оный

  • 5 ослушать

    ρ.σ.μ. ακροώμαι, ακούω•

    ослушать больного ακούω τον ασθενή.

    δεν υπακούω, απειθώ•

    Большой русско-греческий словарь > ослушать

  • 6 отвыкнуть

    ρ.σ., παρλθ. χρ. отвык
    -ла, -ло (με γεν.).
    1. ξεσυνηθίζω, ξεμαθαίνω, κόβω•

    трудно отвыкнуть от табаку δύσκολο είναι να κόψω το τσιγάρο•

    отвыкнуть от дурной привычки κόβω την κακή συνήθεια•

    отвыкнуть от курения, вина κόβω το κάπνισμα, το κρασί.

    2. ξεκόβω αποξενώνομαι• ξεχνώ•

    отвыкнуть от родителей ξεκόβω από τους γονείς•

    отвыкнуть от дома ξεκόβω από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > отвыкнуть

  • 7 отдельно

    επίρ.
    χωρισμένα, χωριστά, χώρια, ξεχωριστά, κατ ιδίαν•

    сын живт отдельно от родителей ο γιος ζει χώρια από τους γονείς.

    || μεμονωμένα, κατά μόνας.

    Большой русско-греческий словарь > отдельно

  • 8 отторгнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. отторг, -лен, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отторгнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. παλ. οτ•

    отторгнуть тсрженный, βρ: -жен, -а, -о

    αποσπώ βίαια, αρπάζω•

    отторгнуть чужие земли παίρνω ξένα εδάφη•

    отторгнуть детей от родителей παίρνω τα παιδιά από τους γονείς.

    αποσπώμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отторгнуть

  • 9 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

  • 10 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 11 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 12 слушать

    ρ.δ.μ.
    1. ακούω•

    слушать радио ακούω ραδιόφωνο•

    слушать лекцию ακούω διάλεξη•

    слушать сказки ακούω παραμύθια.

    2. ακροώμαι•

    доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.

    3. εισακούω, δέχομαι•

    -айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.

    4. υπακούω, υποτάσσομαι•

    слушать оща ακούω τον πατέρα•

    он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.

    || (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•

    руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.

    5. слушаю! στις διαταγές σας!
    1. υπακούω, υποτάσσομαι•

    не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•

    не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.

    2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.
    3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.
    4. ακροώμαι, ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > слушать

  • 13 состоятельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    1. ευκατάστατος, εύπορος•

    дети -ых родителей παιδιά εύπορων γονέων.

    2. βάσιμος, αξιόπιστος• αυθεντικός.

    Большой русско-греческий словарь > состоятельный

  • 14 существовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.
    1. υπάρχω•

    этот закон ещё -ствует αυτός ο νόμος ακόμα υπάρχει (ισχύει).

    2. ζω•

    больному не долго осталось существовать ο άρρωστος δε θα ζήσει πολύ.

    3. συντηρούμαι•

    существовать на средства родителей συντηρούμαι (αποζώ) από τους γονείς•

    существовать уроками ζω από τα μαθήματα (παραδίδοντας).

    Большой русско-греческий словарь > существовать

См. также в других словарях:

  • РОДИТЕЛЕЙ ПРАВА И ОБЯЗАННОСТИ — ПРАВА И ОБЯЗАННОСТИ РОДИТЕЛЕЙ …   Юридическая энциклопедия

  • РОДИТЕЛЕЙ НЕ ВЫБИРАЮТ — «РОДИТЕЛЕЙ НЕ ВЫБИРАЮТ», СССР, ЛЕНФИЛЬМ, 1982, цв., 100 мин. Мелодрама. Николай Бурлаков воспитывался у бабушки в деревне. Мать всякий раз обещала забрать его с собой, но всегда обманывала. Первая любовь Маша даже не обещала его ждать из армии и… …   Энциклопедия кино

  • РОДИТЕЛЕЙ ПРАВА И ОБЯЗАННОСТИ — (см. ПРАВА И ОБЯЗАННОСТИ РОДИТЕЛЕЙ) …   Энциклопедический словарь экономики и права

  • РОДИТЕЛЕЙ НЕ ВЫБИРАЮТ —   1982, 101 мин., цв., 2то. жанр: киноповесть.   реж. Виктор Соколов, сц. Вадим Трунин, опер. Вадим Грамматиков, Николай Покопцев, худ. Алексей Федотов, комп. Евгений Крылатов, зв. Галина Голубева.   В ролях: Андрей Смоляков, Владик Градов, Петр… …   Ленфильм. Аннотированный каталог фильмов (1918-2003)

  • Личностнопсихологические проблемы родителей, решаемые за счет ребенка — В этом случае речь идет о чаще всего неосознаваемой проблеме или потребности одного из родителей, который оказывает на ребенка решающее влияние. Перед психотерапевтом (психологом) стоит задача выявить эту психологическую проблему, помочь ее… …   Энциклопедический словарь по психологии и педагогике

  • День родителей — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • Алиментные обязательства родителей и детей — (англ. parents and children s alimentary obligations) обусловленные родственными отношениями имущественные обязательства, обеспечивающие содержание лиц, указанных в законе. Так, СК РФ* устанавливает обязанность родителей содержать своих… …   Энциклопедия права

  • Алиментные обязательства родителей и детей — (англ. parents and children s alimentary obligations) обусловленные родственными отношениями имущественные обязательства, обеспечивающие содержание лиц, указанных в законе. Так, СК РФ* устанавливает обязанность родителей содержать своих… …   Большой юридический словарь

  • Ловушка для родителей (фильм, 1961) — Ловушка для родителей The Parent Trap Жанр Семейный фильм Комедия Мелодрама Режиссёр Дэвид Свифт Продюсер …   Википедия

  • Дети, оставшиеся без попечения родителей — дети, оставшиеся без попечения родителей, лица в возрасте до 18 лет, которые остались без попечения единственного или обоих родителей в связи с отсутствием родителей или лишением их родительских прав, ограничением их в родительских правах,… …   Официальная терминология

  • Ответственность родителей за оставление детей без присмотра — Российское законодательство За последние годы в России увеличилось количество несчастных случаев с участием детей, которых родители оставляли одних на улице или дома. Кроме того, на совести беспечных родителей случаи, когда дети страдали и даже… …   Энциклопедия ньюсмейкеров

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»