Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

здоровье

  • 61 жалеть

    ρ.δ.
    1. ευσπλαχνιζομαι, συμπονώ, λυπάμαι, ψυχοπονώ•

    жалеть широт λυπάμαι τα ορφανά.

    2. θλίβομαι•

    я -ею о потере друга λυπάμαι για το χαμό του φίλου•

    -ею о своей ощибке λυπάμαι για το λάθος μου.

    3. μτφ. φειδωλεύομαι, φείδομαι, αψυχώ•

    жалеть время φείδομαι του χρό• νου•

    не -ей хлеб μην αψυχάς το ψωμί•

    не себя, своей жизни δε λυπάμαι τον εαυτό μου, τη ζωή μου.

    || φυλάγω, διαφυλάσσω•

    жалеть здоровье προσέχω την υγεία.

    4. (διαλκ.) αγαπώ.
    εκφρ.
    не -ея сил – χωρίς να λυπούμαι δυνάμεις.

    Большой русско-греческий словарь > жалеть

  • 62 желать

    ρ.δ.
    1. μ., επιθυμώ, θέλω•

    желать познакомиться θέλω να γνωριστούμε•

    родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυτόν τον γάμο.

    || ποθώ, έχω καημό" желать его видеть ποθώ να τον ιδώ. || εύχομαι•

    желать доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι•

    желать вам здоровье и счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία•

    -ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες•

    - вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό.

    2. αγαπώ•

    я ее -ю εγώ την θέλω.

    εκφρ.
    оставляет желать многого (ή лучшего) – έχει ακόμα ελλείψεις.
    απρόσ. θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > желать

  • 63 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 64 заботить

    -очу, -отишь
    ρ.δ.μ. ανησυχώ, με ανησυχεί, με τρώει η σκέψη• φοβούμαι•

    отца -ла судьба своего сына τον πατέρα ανησυχούσε η τύχη του παιδιού του•

    это его мало -ит αυτό λίγο τον ανησυχεί.

    1. ανησυχώ, φοβούμαι.
    2. ενδιαφέρομαι, φροντίζω, μεριμνώ, κοιτάζω, νοιάζομαι•

    я нимало не -чусь о нем καθόλου δε φροντίζω γι’ αυτόν•

    он мало --ится о своем здоровье αυτός λίγο ενδιαφέρεται για την υγεία του•

    заботить о чьих выгодах φροντίζω για τα συμφέροντα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заботить

  • 65 здравие

    ουδ.
    παλ. βλ. здоровье.
    εκφρ.
    во здравиеπαλ. στην υγεία•
    здравие желаюπαλ. σας ευχόμαστε υγεία (απάντηση κατωτέρων αξιωματικών σε χαιρετισμό ανωτέρου)•
    начать за здравие, а кончить ή свести за упокой – αρχίζω με γέλια και τελειώνω με κλάματα, αρχίζω με το καλό και τελειώνω με το κακό (για συνομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > здравие

  • 66 истратить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истраченный ρ.σ.μ. ξοδεύω, δίαπανώ•

    все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα•

    истратить все силы καταναλώνω όλες τις δυνάμεις•

    истратить здоровье καταστρέφω την υγεία.

    ξοδεύομαι, δαπανώμαι• καταναλώνομαι. || καταξοδεύομαι•

    за этот месяц я -лся αυτό το μήνα καταξοδεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > истратить

  • 67 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 68 каково

    επίρ.
    πώς; τι;•

    каково ваше здоровье? πως είναι η υγεία σας;•

    каково ей теперь живётся? -Εως αυτή τώρα ζει;•

    каково мне это от тебя слышать? τι είν αυτό που ακούω από σένα;

    Большой русско-греческий словарь > каково

  • 69 надломить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надломленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω λίγο, μισοσπάζω, μισοτσακίζω.
    2. μτφ. βλάπτω• χαλνώ•

    надломить здоровье βλάπτω την υγεία•

    горе -ло его τα φαρμάκια τον τσάκισαν•

    работа -ла её την έφαγε η δουλειά.

    θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι λίγο. || μτφ. εξαντλούμαι, καταβάλλομαι•

    силы -лись οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > надломить

  • 70 надорвать

    -ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•

    лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•

    конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.

    2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•

    надорвать голос χαλνώ τη φωνή•

    надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.

    || ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.
    εκφρ.
    надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.
    1. σχίζομαι λίγο.
    2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•

    мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.

    Большой русско-греческий словарь > надорвать

  • 71 неважный

    επ., βρ: -жен, -жна, -жно.
    1. όχι σοβαρός, μη σπουδαίος, ασήμαντος, επουσιώδης, ανάξιος, -ιόλογος•

    неважный вопрос όχι σπουδαίο (ασήμαντο) ζήτημα•

    это не -жно αυτό δεν είναι σπουδαίο.

    2. όχι και καλός ή όχι εντελώς καλός•

    -ое здоровье όχι και καλή υγεία•

    -ые дела όχι και καλές δουλιές ή υποθέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > неважный

  • 72 пить

    пью, пьшь, παρλθ. χρ. пил, пила, пило, (με το αρνητικό μόριο не) не пил, не пила, не пило, не пили;, προστκ. пей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. питый, βρ: пит, пита, пито;
    ρ.δ.
    1. πίνω•

    пить воду πίνω νερό•

    пить молоко πίνω γάλα•

    пить опить ξαναπίνω•

    пить на здоровье... πίνω στην υγεία...

    μτφ. ρουφώ, τραβώ.
    2. πίνω οινοπνευματώδη ποτά.• μεθώ•

    он пьт αυτός πίνει.

    εκφρ.
    пить залпом – πίνω μονορούφι, μονοκοπανιά•
    дать пить – (απλ.) α) δίνω μάθημα, τιμωρώ, συγυρίζω, περιποιούμαι (καλά); β) προξενώ ζημιά, βλάβη•
    пей да делоπαρμ. πίνε, όμως να μή σε πίνει (να μη παραλογείς)•
    как пить дать (дадут) – σίγουρα, οπωσδήποτε, απαραίτητα.
    1. πίνομαι.
    2. επιθυμώ, θέλω να πιώ.
    ουδ.
    βλ. питие.

    Большой русско-греческий словарь > пить

  • 73 плошать

    ρ.δ.
    1. κάνω λάθος, σφάλμα, αστοχώ, δεν προσέχω•

    смотрите, не -айте προσέχετε τα μάτια σας τέσσερα•

    не -аи, чтобы не обмануться πρόσεχε, μη σε ξεγελάσουν.

    2. χειροτερεύω•

    здоровье его день ото дня -ает η υγεία του από μέρα σε μέρα χειροτερεύει.

    εκφρ.
    на Бога надейся, а сам не -ай – συν Αθηνά και χείρα κινει.

    Большой русско-греческий словарь > плошать

  • 74 поберечь

    ρ.σ.μ. φυλάσσω, διαφυλάσσω διατηρώ, συντηρώ προσέχω (από βλάβη) φροντίζω, κοιτάζω, προφυλάσσω•

    -ги деньги φύλαξε τα χρήματα•

    -ги своё здоровье κοίταξε (πρόσεξε) την υγεία σου.

    φυλάγομαι, προφυλάσσομαι, προσέχω.

    Большой русско-греческий словарь > поберечь

  • 75 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 76 подорвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подорванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. ανατινάζω•

    партизаны -ли мост οι αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα.

    2. μτφ. υποσκάπτω, υπονομεύωκλονίζω•

    подорвать авторитет υποσκάπτω το.κύρος•

    подорвать доверие κλονίζω την εμπιστοσύνη•

    подорвать здоровье κλονίζω την υγεία•

    подорвать хозяйство σπαραλιάζω το νοικοκυριό•

    подорвать основы υποσκάπτω τα θεμέλια.

    ανατινάζομαι. || μτφ. υποσκάπτομαι, υπονομεύομαι κλονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > подорвать

  • 77 позволить

    -лю, -лишь ρ.σ.
    1. επιτρέπω, δινω άδεια•

    я -ил ему уехать του επέτρεψα να φύγει•

    никому не -лю δε θα επιτρέψω σε κανένα.

    2. (1ο и 2ο πρόσ. δεν έχει) δίνω τη δυνατότητα•

    здоровье не -ла мне приехать η υγεία δε μου επέτρεψε να έρθω.

    3. προστκ. позволь(те) мне (για αντίρρηση, διαφων ία κ.τ.τ.)
    επιτρέψτε μου.
    εκφρ.
    позволить себе – α) επιτρέπω στον εαυτό μου (για συμπεριφορά), β) είμαι σε θέση (να πράξω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > позволить

  • 78 поправить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. (επι)διορθώνω, επισκευάζω•

    поправить телегу επισκευάζω το αμάξι.

    2. εξαλείφω•

    поправить ошибку διορθώνω το λάθος•

    поправить рисунок διορθώνω το ιχνογράφημα.

    || υποδείχνω το λάθος•

    поправить собеседника διορθώνω το συνομιλητή.

    3. τακτοποιώ.
    4. αποκατασταί-νω, αποκαθιστώ• καλυτερεύω•

    поправить здоровье καλυτερεύω την υγεία.

    1. διορθώνω το λάθος μου.
    2. τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι, παίρνω την πρέπουσα θέση, πόζα.
    3. διορθώνομαι, καλυτερεύω• αναλαμβάνω. || δυναμώνω, γερεύω.
    ρ.σ.
    βλ. править με σημ. για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > поправить

  • 79 портить

    горчу, портишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. порченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χαλνώ φθείρω καταστρέφω βλάπτω•

    портить механизм χαλώ το μηχανισμό•

    сырость -ит обуви η υγρασία χαλνά τα παπούτσια•

    портить зрение βλάπτω την όραση•

    портить здоровье βλάπτω την υγεία•

    портить отношения (μτφ.) χαλνώ τις σχέσεις.

    2. διαφθείρω•

    портить характера χαλνώ το χαρακτήρα•

    -нравы διαφθείρω τα ήθη.

    3. παλ. μαγεύω, κάνω μάγια (για να αρρωστήσει).
    χαλνώ, φθείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > портить

  • 80 расстроить

    ρ.σ.μ.
    1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•

    расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•

    воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•

    расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•

    расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•

    расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.

    2. ταράσσω• σπάζω•

    последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.

    3. ξεκουρντίζω•

    расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.

    || ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.
    1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•

    хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•

    желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.

    2. ξεκουρντίζομαι•

    гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.

    3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•

    он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > расстроить

См. также в других словарях:

  • ЗДОРОВЬЕ — или здравие ср. состоянье животного тела (или растения), когда все жизненные отправления идут в полном порядке; отсутствие недуга, болезни. Каково дорогое здоровьеце ваше? Да мое здоровьишко плохое. Здоровье всего дороже (дороже денег). Он чужим… …   Толковый словарь Даля

  • Здоровье —  Здоровье  ♦ Santé    «Здоровье – ненадежное состояние, не сулящее ничего хорошего». Автор этого высказывания доктор Нок (***), очевидно, прав. Если ты не болен, то можешь заболеть, мало того, если с тобой не произойдет несчастный случай со… …   Философский словарь Спонвиля

  • ЗДОРОВЬЕ — ЗДОРОВЬЕ, здоровья, мн. нет, ср. 1. Нормальное состояние правильно функционирующего, неповрежденного организма. Расстроить здоровье. Пить чье нибудь или за чье нибудь здоровье. Несокрушимое здоровье. || Состояние организма (разг.). Слабое… …   Толковый словарь Ушакова

  • здоровье — поправить здоровье, расстроить здоровье.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. здоровье здоровьечко, гигиея, здравие, самочувствие, состояние здоровья, здоровьице, салюс, гигия …   Словарь синонимов

  • Здоровье — состояние полного физического, душевного и социального благополучия, а не только отсутствие болезней и физических дефектов. Источник: Р 2.1.10.1920 04: Руко …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • здоровье — краснощекое (Пушкин) Эпитеты литературной русской речи. М: Поставщик двора Его Величества товарищество Скоропечатни А. А. Левенсон . А. Л. Зеленецкий. 1913. здоровье О хорошем, крепком здоровье. Богатое, богатырское, бычье, воловье, доброе,… …   Словарь эпитетов

  • ЗДОРОВЬЕ — ЗДОРОВЬЕ. Различают здоровье нас. и здоровье индивида. 3. нас. (общественное 3.) важный показатель и условие развития общества. О состоянии 3. нас. судят, основываясь на демографич. процессах (рождаемость, смертность, младенческая смертность),… …   Демографический энциклопедический словарь

  • ЗДОРОВЬЕ — (англ. health) в соответствии с определением ВОЗ (1948), «З. это состояние полного физического, душевного и социального благополучия, а не только отсутствие болезней или физических дефектов». Существует ряд др. определений: 1) индивидуальное З.… …   Большая психологическая энциклопедия

  • ЗДОРОВЬЕ — состояние полного физического, душевного и социального благополучия, а не только отсутствие болезни или физических дефектов. При рассмотрении связей “доза ответ” следует руководствоваться следующим: в принципе, здоровье это состояние организма… …   Экологический словарь

  • Здоровье — нормальное состояние организма, при котором правильно действуют все его органы. Общественное З. физическое, психическое, социальное благополучие людей, осуществляющих свою жизнедеятельность в рамках определенных социальных общностей, т. е.… …   Российская энциклопедия по охране труда

  • здоровье —     ЗДОРОВЬЕ, устар. здравие     ЗДОРОВЫЙ, крепкий, крепкотелый, полнокровный, цветущий, устар. здравый, разг. сниж. ядреный …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»