Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+одну+-у

  • 21 стричь

    стричь
    несов κουρεύω (волосы; тж. животных)/ κόβω (ногти)/ κλαδεύω (деревья)· ◊ \стричь всех под одну́ гребенку βάζω ὀλους στό ίδιο σακί.

    Русско-новогреческий словарь > стричь

  • 22 хромой

    хромой
    1. прил κουτσός, χωλός:
    \хромой на одну́ но́гу εἶναι κουτσός στό ἕνα πόδι·
    2. м ὁ κουτσός, ὁ χωλός.

    Русско-новогреческий словарь > хромой

  • 23 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 24 бумага

    θ.
    1. χαρτί, χάρτης•

    первосортная бумага χαρτί πρώτης ποιότητας•

    тряпичная -χαρτί από ράκη•

    древесная бумага χαρτί από ξύλο•

    писчая бумага χαρτί γραψίματος•

    почтовая бумага επιστολόχαρτο ή επιστολικός χάρτης•

    фильтровальная бумага στραγγιστικό χαρτί ή διηθητικός χάρτης•

    оберточная бумага χαρτί περιτυλίγματος•

    газетная бумага δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό χαρτί•

    промокательная бумага στυπόχαρτο•

    цветная -έγχρωμο χαρτί•

    светочувствительная бумага φωτοπαθής χάρτης (φωτογραφικός)•

    наждачная! -σμυριδόχαρτο ή σμυριδόπανο•

    стеклянная -γυαλόχαρτο•

    пергаментная бумага περγαμινός χάρτης•

    бумага в одну линейку χαρτί μονόγραμμο•

    в две линейки χαρτί δίγραμμο•

    бумага в клетку διατετραγωνιστικό χαρτί.

    2. έγγραφο•

    из центра пришла бумага από το κέντρο ήρθε χαρτί.

    3. χαρτονόμισμα•

    -и падают на бирже η αξία των χαρτονομισμάτων πέφτει στο χρηματιστήριο.

    4.πλθ. τα ατομικά πιστοποιητικά έγγραφα. || τα χειρόγραφα, τα χαρτιά•

    рыться в -ах ανασκαλεύω τα χαρτιά.

    εκφρ.
    на -е быть ή оставаться – είμαι, μένω στα χαρτιά (για υπόθεση που δεν πραγματοποιείται)•
    только на -е – μόνο στα χαρτιά (στην πράξη όχι)•
    ценные -и – τα Χρεόγραφα.
    θ. βαμπάκι (ως υλικό κατασκευής προϊόντων)•

    ткани из шерсти с -ой υφάσματα μαλλινοβάμβακα•

    хлопчатая бумага παλ. βλ. хлопок.

    Большой русско-греческий словарь > бумага

  • 25 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 26 выстроить

    -ою, -оишь, ρ.σ.μ.
    1. χτίζω, οικοδομώ, ανεγείρω• τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής.
    2. (στρατ.) συντάσσω•

    выстроить полк συντάσσω το σύνταγμα•

    выстроить солдат в одну шеренгу συντάσσω τους στρατιώτες εφ’ ενός ζυγού.

    1. (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. || τοποθετούμαι•

    на тропинке -лись восемь пулеметов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα.

    2. χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι.
    3. (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου.

    Большой русско-греческий словарь > выстроить

  • 27 гребенка

    -ив.
    βλ. гребень.
    εκφρ.
    под -у стричь – κουρεύω σύρριζα•
    стричь всех под одну -у – βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, κρίνω όλους με τα ίδια σταθμά.

    Большой русско-греческий словарь > гребенка

  • 28 дудеть

    -дишь
    ρ.δ.
    παίζω τη φλογέρα ή άλλο πνευστό όργανο.
    εκφρ.
    в одну дуду ή дудку дудеть – ενεργώ ντουγρού• κοπανώ τα ίδια και τα. ίδια.

    Большой русско-греческий словарь > дудеть

  • 29 забросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    забросить невод ρίχνω το δίχτυ.

    || κάμπτω, γέρνω•

    забросить голову назад ρίχνω πίσω (ανακάμπτω) το κεφάλι•

    забросить одну ногу на другую βά-βάζω το πόδι απανωτά•

    судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά.

    2. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω.

    3. εγκαταλείπω, παραμελώ•

    она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε τα παι,διά.

    4. σταματώ, παύω να ασχολούμαι•

    забросить музыку παρατώ τη μουσική•

    забросить чтение παρατώ το διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > забросить

  • 30 задумать

    ρ.σ,μ.
    1. σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι•

    задумать жениться σκέφτομαι να παντρευτώ.

    2. βάζω με το νου μου, σκέφτομαι νοερά•

    - айте какую-н. одну карту βάλτε με το νου σας ένα οποιοδήποτε παιγνιόχαρτο.

    1. σκέφτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι, διαλογίζομαι• μελετώ•

    задумать над вопросом σκέφτομαι ένα ζήτημα•

    задумать о будущем σκέφτομαι για το μέλλον.

    || πέφτω (βυθίζομαι) σε σκέψεις• α-πορροφούμαι.
    2. ταλαντεύομαι, διστάζω•

    не -лся сказать правду δε δίστασε να πει την αλήθεια.

    Большой русско-греческий словарь > задумать

  • 31 законопатить

    -пачу, -патишь παθ. μτχ. πχχρλθ. χρ. законопаченный
    -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βλ. конопатить.
    2. μτφ. (ατιλ.) βάζω, στοιβάζω• στέλλω•

    -ли сто арестованных в одну комнату έβαλαν εκατό συλληφθέντες σ’ ένα δωμάτιο•

    -ли сорок коммунистов на каторгу έστειλαν σαράντα κομμουνιστές στα κάτεργα.

    Большой русско-греческий словарь > законопатить

  • 32 колодка

    θ.
    1. καλαπόδι.
    2. ποδόφρενο.
    3. ξύλινο μέρος μερικών εργαλείων — рубанки το ξύλο της ροκάνης.
    4. πλθ.παλ. ποδοπέδες ξύλινες.
    5. ταινία παρασήμων (για καρφίτσωμα).
    6. κυψέλη, σκάφη (σκαλιστή).
    εκφρ.
    все на одну -у – όλοι τους το ίδιο είναι, πάρ τον έναν και χτύπα τον άλλον.

    Большой русско-греческий словарь > колодка

  • 33 копейка

    -и, γεν. πλθ. -ек, δοτ. -йкам θ.
    1. καπίκι.
    2. χρήματα.
    εκφρ.
    без -и – αδέκαρος, άφραγκος•
    до (последней) -и – ως το (τελευταίο) καπίκι•
    не иметь ни -и – δεν έχω ούτε δεκάρα•
    с -ами – μερικά καπίκια παραπάνω (από το ποσό)•
    последнюю -у поставить ребром – ξοδεύω και το τελευταίο καπίκι για επίδειξη, για το θεαθήναι•
    копейка в -у – ακριβέστατα, μέχρι και το λεπτό (για λογαριασμό)•
    в -у стать – κοστίζω ακριβά•
    за -у уступить ή отдать – πουλώ πάμφτηνα, μισοτιμής•
    ни за -у – με κανένα τρόπο, με τίποτε•
    дрожать ή трястись над каждой -ой – τρέμω για το κάθε καπίκι (από τσιγκουνιά)•
    как одну -у – όλο το ποσό, ολοκληρωτικά, μέχρι δεκάρα.

    Большой русско-греческий словарь > копейка

  • 34 масть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. χρώμα τριχώματος ζώων (κυρίως για άλογα)•

    лошадь вороной -и το μαύρο άλογο•

    серая масть γκρίζο χρώμα.

    2. (χαρτπ.) το χρώμα•

    червонная масть το χρώμα της κούπας.

    εκφρ.
    в масть; к -и; под масть – (απλ.) ταιριάζει, πηγαίνει•
    не под масть – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    одной -и; под одну масть – (απλ.) ένα και το ίόιο ή αυτό, το ίδιο πράγμα, ομοειδή πράγματα•
    всех -и – όλων των ειδών ή αποχρώσεων•
    оппортунизм всех -ей – οππορτουνισμός όλων των αποχρώσεων•
    к -и быть ή приходится – ταιριάζει, πηγαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > масть

  • 35 минутка

    θ.
    λεφτοδάκι•

    одну -у ένα λεφτοδάκι (παράκληση αναμονής).

    Большой русско-греческий словарь > минутка

  • 36 отмежевать

    -жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмежёванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. (κυρλξ. κ. μτφ.) χωρίζω, ξεχωρίζω, βάζω όρια•

    отмежевать поле βάζω σύνορα στο χωράφι•

    отмежевать одну область знаний от другого ξεχωρίζω τον ένα τομέα γνώσεων από τον άλλο.

    (ξε)χωρίζομαι απομονώνομαι. || διίσταμαι χωρίζω τα τσανάκια• κόβω σχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > отмежевать

  • 37 песня

    -и, γεν. πλθ. -сен, δοτ. -сням θ.
    1. τραγούδι, άσμα•

    народные песни λαϊκά τραγούδια•

    застолная песня το τραγούδι της τάβλας ή βακχικό τραγούδι.

    2. μικρό ποίημα, τραγούδι. || παλ. ποίηση, ποιητική δημιουργία (ή έργο).
    3. μουσικό ενόργανο άσμα•

    без слов τραγούδι χωρίς λόγια.

    εκφρ.
    старая (стара) песня – παλαιό τραγούδι ή παραμύθι (πασίγνωστο, πάγκοινο)•
    тянуть (петь) одну и ту же -ю – επαναλαβαίνω (κοπανώ) τα ίδια και τά ίδια•
    песня спетаβλ. στη λ. песенка.

    Большой русско-греческий словарь > песня

  • 38 смена

    θ.
    1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•

    смена караула αλλαγή φρουράς•

    смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•

    смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.

    2. η βάρδια•

    первая η πρώτη βάρδια•

    вторая смена η δεύτερη βάρδια•

    работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.

    || αποστολή.
    3. μτφ. η νέα γενιά.
    4. αλλαξιά (ρούχων)•

    возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.

    εκφρ.
    на -у – σε αντικατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > смена

  • 39 уложить

    уложу, уложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ξαπλώνω•

    раненого -ли на кровать τον τραυματία τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι•

    уложить кого на траву ξαπλώνω κάποιον στο χορτάρι•

    мать -ла детей спать η μάνα έβαλε τα παιδιά να κοιμηθούν.

    || ρίχνω κάτω, καταβάλλω, καταρρίπτω.
    2. σκοτώνω•

    уложить на месте αφήνω στον τόπο.

    3. τοποθετώ, διευθετώ•

    уложить вещи в чемодан βάζω με τάξη τα πράγματα στη βαλίτσα.

    4. εγκατασταίνω, φτιάχνω•

    уложить рельсовый путь φτιάχνω σιδηροδρομική γραμμή (οδό).

    5. συμπεριλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•

    уложить текст в одну страницу συμπεριλαβαίνω το κείμενο σε μια σελίδα.

    || μτφ. εκτελώ, κάνω•

    уложить работу в срок εκτελώ την εργασία εμπρόθεσμα.

    6. καλύπτω, στρώνω•

    уложить пол мозаичной плиткой στρώνω το πάτωμα με μωσαϊκό.

    εκφρ.
    уложить в гроб или в могилу – βάζω στον τάφο (σκοτώνω).
    1. ετοιμάζω τα πράγματα (τα μπαγκάζια) για αναχώρηση.
    2. τοποθετούμαι• πιάνω μέρος, θέση. || μτφ. περιορίζομαι στα καθιερωμένα• τηρώ τα όρια•

    в регламент при выступлении τηρώ τα όρια της ομιλίας.

    || μτφ. χωρώ, μπαίνω•

    уложить в голове, в сознании μπαίνω στο κεφάλι (στο μυαλό), στη συνείδηση•

    уложить в обычные рамки μπαίνω στα συνηθισμένα πλαίσια.

    Большой русско-греческий словарь > уложить

См. также в других словарях:

  • одну каплю — крошечку, крохотку, крошку, капельку, малую толику, одну крошку, небольшую толику, малость, чуть чуть, каплю, чуть, чуток, чуточку, несколько, немного, маленько, немножечко, немножко Словарь русских синонимов. одну каплю нареч, кол во синонимов:… …   Словарь синонимов

  • одну секунду — подождите, погодите, погоди, подожди, постойте, момент, одну минуту, один момент, секунду, постой, помедли, не уходи, не уходите, повремени, минуту, минутку, побудь здесь, побудь на месте, секундочку, побудьте на месте, побудьте здесь, минуточку… …   Словарь синонимов

  • одну крошку — нареч, кол во синонимов: 18 • капельку (24) • каплю (23) • крохотку (23) • …   Словарь синонимов

  • одну минуту — нареч, кол во синонимов: 22 • минутку (23) • минуточку (21) • минуту (21) • …   Словарь синонимов

  • Одну выпьешь - боишься; другую выпьешь - боишься; а как третью выпьешь, уж и не боишься. — (отвечал солдат на вопрос, как он не боится пить, зная, что накажут). См. ПЬЯНСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • одну — сущ., кол во синонимов: 4 • один (46) • одна (4) • одним (4) • одно …   Словарь синонимов

  • одну минуту — Разг. Неизм. Просьба немного подождать; задержаться. = Одну секунду. «Я хотела бы поговорить с директором по очень важному вопросу». – «Одну минуту, я сейчас узнаю, сможет ли он вас принять». Дунчиль спокойно и с достоинством повернулся и пошел к …   Учебный фразеологический словарь

  • Одну минуту — Разг. Просьба немного подождать, повременить. Одну минуту, господа, ради Бога, одну лишь минутку: я сбегаю к ней (Достоевский. Братья Карамазовы). [Дона Анна:] Подите прочь! [Дон Гуан:] Дона Анна, одну минуту! (Пушкин. Каменный гость). Когда мы… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • одну секунду — Разг. Неизм. Просьба немного подождать. = Одну минуту. «Через час отходит наш поезд. Пора ехать на вокзал». – «Одну секунду! Я еще должен позвонить своему другу». (!) Не смешивать с фразеологическим оборотом в одну секунду …   Учебный фразеологический словарь

  • Одну на одну — Прикам. Наедине, без свидетелей. МФС, 69 …   Большой словарь русских поговорок

  • Одну беду перебедуешь, а всех бед не перебедовать. — см. Беды плодливы …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»