Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

бой

  • 41 жестокий

    επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.
    1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•

    -ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.

    2. δυνατός, δριμύς•

    -ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•

    -ая стужа τσουχτερό κρύο•

    -ая зима βαρύς χειμώνας•

    жестокий ветер σφοδρός άνεμος.

    || αυστηρός•

    -ие законы αυστηροί νόμοι.

    || δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•

    -ая борьба δεινός αγώνας•

    -ие бой σκληρές μάχες•

    -ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.

    Большой русско-греческий словарь > жестокий

  • 42 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 43 кулачный

    επ.
    με γροθιές•

    -ая расправа γροθοκόπημα, γροθοπατινάδα•

    кулачный бой πυγμαχία, μποξ.

    εκφρ.
    - ое право – το δίκαιο του ισχυρότερου.

    Большой русско-греческий словарь > кулачный

  • 44 морской

    επ.
    1. θαλάσσιος, θαλασσινός•

    -ая вода θαλασσινό νερό•

    морской климат θαλάσσιο κλίμα•

    -ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•

    морской бой η ναυμαχία•

    -йе животные θαλάσσια ζώα•

    -ая рыба θαλασσινό ψάρι•

    -ое дно ο βυθός της θάλασσας•

    -ое купанье θαλάσσιο λουτρό•

    порт θαλασσινό λιμάνι.

    2. ναυτικός, θαλασσινός•

    морской флот ναυτικός στόλος•

    -ая пехота οι πεζοναύτες•

    морской офицер αξιωματικός ναυτικού•

    -ая милия ναυτικό μίλίο•

    -ая карта ο ναυτικός χάρτης•

    -ое сражение ναυμαχία•

    разбойник πειρατής, κουρσάρος•

    -ое право ναυτικό δίκαιο•

    -ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•

    -ое училище ναυτική σχολή.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ναυτία, -ση•
    - ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•
    - ая собака – το σκυλόψαρο•
    морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•
    - ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•
    - ая змея – θαλασσινό φίδι•
    морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•
    морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•
    морской лев – διάφορα είδη φωκιών•
    на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας.

    Большой русско-греческий словарь > морской

  • 45 наступательный

    επ.
    επιθετικός•

    -ые действия επιθετική δράση ή επιχειρήσεις•

    -ые бой επιθετικές μάχες•

    -ая воина επιθετικός πόλεμος•

    наступательный дух επιθετικό πνεύμα•

    наступательный порыв επιθετική ορμή.

    Большой русско-греческий словарь > наступательный

  • 46 недолго

    επιρ.
    1. όχι πολύ χρόνο λίγο•

    он недолго думал αυτός λίγο σκέφτηκε•

    недолго продолжался бой λίγο κράτησε η μάχη•

    этот больной протянет недолго αυτός ο άρρωστος δε θα τραβήξει πολύ (δε θα ζήσει πολύ).

    2. εύκολα•

    и схватить насморк δε χρειάζεται πολύ για αρπάξεις το συνάχι.

    εκφρ.
    недолго и до греха ή до беды – δεν αργεί το κακό να έρθει.

    Большой русско-греческий словарь > недолго

  • 47 неравный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    άνισος•

    -ые силы άνισες δυνάμεις•

    неравный брак αταίριαστος (στην ηλικία) γάμος•

    пасть в -ом бой πέφτω σε άνιση μάχη•

    -ая борьба άνισος αγώνας.

    Большой русско-греческий словарь > неравный

  • 48 ночной

    επ.
    νυχτερινός, νυχτιάτικος• -.мрак το σκοτάδι της νύχτας•

    -ая прогулка νυχτερινός περίπατος•

    -бе время νυχτερινός χρόνος (.νύχτα)•

    -ая работа νυχτερινή εργασία•

    -поход νυχτερινή πορεία•

    ночной сторож νυκτοφύ-λακας.

    || νυκτόβιος•

    ночной хишник νυκτόβιο αρπακτικό•

    -ые птицы νυκτόβια πτηνά, νυχτοπούλια.

    ουσ. νυχτερινή βοσκή.
    εκφρ.
    в -бе время – (κατά) τη νύχτα•
    - ая тревога – νυχτερινός συναγερμός•
    - ая смена – νυχτερινή βάρδια•
    ночной столик – τραπεζάκι της νύχτας (κοντά στο κρεβάτι)•
    ночной бой – νυκτομαχία•
    - ая фиалка – όρχις, σατύριο, σαλέπι, σερνικοβότανο•
    - ая красавица – νυχτολούλουδο, τα δειλινά.

    Большой русско-греческий словарь > ночной

  • 49 оборонительный

    επ.
    αμυντικός•

    -ая тактика αμυντική τακτική•

    оборонительный союз αμυντική συμμαχία•

    -ые бой αμυντικές μάχες•

    занять -ую позицию πιάνω αμυντική θέση.

    Большой русско-греческий словарь > оборонительный

  • 50 огневой

    επ.
    1. πύρινος• με φωτιά.
    2. πυρό-χρωμος.
    3. μτφ. ζωηρός, φλογερός, σπινθηροβόλος (για μάτια, βλέμμα).
    4. μτφ. ευέξαπτος, θερμόα.ιμος.
    5. (στρατ.) του πυρός, των πυρών•

    -ое превосходство υπεροχή πυρός•

    -ая завеса φραγμός τίυρών.

    εκφρ.
    огневой бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι•
    - ая позиция – θέση πυροβόλου φωλιά πολυβόλου•
    - ые средства – μέσα πυρός•
    - ая точка – πυροβολείο, πολυβολείο, όλμο βολέ ίο•
    - йя речь – πύρινος λόγος.

    Большой русско-греческий словарь > огневой

  • 51 огненный

    επ.
    1. πύρινος•

    -ые языки πύρινες γλώσσ.ες (φλόγες).

    2. μτφ. πυρόχρωμος•

    огненный горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος).

    3. μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων•

    огненный взор πύρινο βλέμμα•

    -ые глаза πύρινα μάτια.

    4. μτφ. φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός•

    огненный поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά).

    5. μτφ. γεμάτος πάθος, έξαρση.
    εκφρ.
    - ая речь – πύρινος λόγος•
    - ые слова – καυτερά λόγια•
    огненный бойπαλ. πυροβόλο όπλο κανόνι.

    Большой русско-греческий словарь > огненный

  • 52 отличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διακρίνω• ξεχωρίζω•

    отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•

    его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).

    2. βραβεύω παρασημοφορώ.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•

    отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•

    отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.

    || διαπρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > отличить

  • 53 петуший

    -ья, -ье
    επ.
    του κόκορα, του πετεινού•

    петуший хвост η ουρά του κόκορα•

    петуший гребень το λειρι του κόκορα•

    петуший крик αλεκτροφωνία•

    петуший бой τσάκωμα των κοκόριων, αλεκτρομαχία.

    Большой русско-греческий словарь > петуший

  • 54 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 55 продолжать

    ρ.δ.
    1. συνεχίζω• εξακολουθώ•, продолжать работу συνεχίζω την εργασία.• продолжать борьбу συνεχίζω τον αγώνα.
    2. βλ. продолжить (1 σημ.).
    συνεχίζομαι, εξακολουθώ•

    бой ещё продолжатьются οι μάχες ακόμα συνεχίζονται.

    || παρατε ίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > продолжать

  • 56 разыграть

    ρ.σ.μ.
    1. παίζω (μουσικό ή θεατρικό έργο).
    2. παίζω, κάνω συνδυασμούς•

    разыграть хорошо мяч παίζω καλά μπάλλα ή το τόπι•

    хорошо разыграть партию в шахматы παίζω καλά την παρτίδα στο σκάκι•

    разыграть в лотарею παίζω στη λοταρία, στο λαχείο•

    разыграть в жребию παίζω στα ζάρια.

    3. παρασταίνω, προσποιούμαι τον...
    4. διακυβεύω, ριψοκινδυνεύω.
    5. βλ. одурачить. || разыграть дурака την παθαίνω σα βλάκας.
    1. παίζω•

    дети -лись, спать не хотят τα παιδιά έπαιξαν, να κοιμηθούν δε θέλουν.

    || προεξασκούμαι, προγυμνάζομαι, προπονούμαι• προπαρασκευάζομαι.
    2. υπερεκτείνομαι• σφοδρύνομαι• γιγαντώνομαι.
    3. ξεσπώ• διεξάγομαι, γίνομαι•

    -лся скандал ξέσπασε καβγάς•

    разыграть бой έγινε μάχη•

    буря -лась θύελλ.α ξέσπασε.

    Большой русско-греческий словарь > разыграть

  • 57 рвать

    рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал
    -ла, рвало
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ δυνατά, απότομα•

    не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.

    || βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•

    буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•

    рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.

    || κόβω• μαζεύω•

    рвать цветы κόβω λουλούδια•

    рвать ветки κόβω κλαδιά.

    2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•

    рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.

    3. μτφ. διακόπτω•

    рвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. ανατινάζω• σπάζω•

    здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.

    5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).
    6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).
    εκφρ.
    рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•
    рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.
    1. με τραβά απότομα.
    2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.
    3. κόβομαι•

    телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.

    4. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.

    5. σκάζω•

    рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.

    6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•

    рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•

    ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.

    || μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.
    рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.
    (απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвать

  • 58 резерв

    α.
    1. εφεδρεία•

    ввести в бой последние -ы ρίχνω στη μάχη τις τελευταίες εφεδρείες•

    батальон отошл в резерв το τάγμα αποσύρθηκε σε εφεδρεία.

    2. (συνήθως πλθ.)• -ы αποθέματα•

    государственные материальные и продовольственные -ы τα κρατικά αποθέματα σε υλικά και τρόφιμα.

    3. (στρατ.) οι έφεδροι.
    4. (συνήθως πλθ.) -вы, -вов• τα ρείθρα (δεξιά και αριστερά της σιδηροδρ. οδού).
    εκφρ.
    трудовые -ы – εργατικές εφεδρείες (οι μαθητές των επαγγελματικών σχολών).

    Большой русско-греческий словарь > резерв

  • 59 решительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. αποφασιστικός• τολμηρός•

    решительный человек αποφασιστικός άνθρωπος•

    решительный характер αποφασιστικός χαρακτήρας•

    прибегать к -ым мерам καταφεύγω σε αποφασιστικά (δραστικά) μέτρα.

    2. κρίσιμος•

    решительный бой αποφασιστική μάχη•

    решительный момент настал ήρθε (έφτασε) η αποφασιστική στιγμή•

    решительный поворот αποφασιστική καμπή,

    3. κατηγορηματικός, ρητός• επιτακτικός•

    решительный тон επιτακτικός τόνος.

    4. αναμφίβολος• γνωστός, ξακουστός•

    это решительный - негодяй αυτός είναι ξακουστός παλιάνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > решительный

  • 60 ринуть

    -ну, -нешь
    ρ.σ.μ. παλ. ρίχνω με δύναμη, ορμητικά, σφόδρα.
    ορμώ, επιπίπτω, ρίχνομαι ακάθεκτα•

    -ся в бой ορμώ στη μάχη.

    Большой русско-греческий словарь > ринуть

См. также в других словарях:

  • БОЙ — муж. вообще действие гл. бить, биение, битье; все, что набито, разбито; чем бьют; что бьет и пр. Битва, сражение, брань, побоище. Что с бою взято, то свято. Смерть в бою дело Божье. Где равный бой (два брата), там все (наследье) пополам. Бой… …   Толковый словарь Даля

  • БОЙ — муж. вообще действие гл. бить, биение, битье; все, что набито, разбито; чем бьют; что бьет и пр. Битва, сражение, брань, побоище. Что с бою взято, то свято. Смерть в бою дело Божье. Где равный бой (два брата), там все (наследье) пополам. Бой… …   Толковый словарь Даля

  • бой — 1. БОЙ, боя, с бою, о бое, в бою; мн. бои, боёв; м. 1. к Бить и Биться. Острожный бой тюленей. Бить смертным боем кого л. (очень жестоко). 2. Вооружённое столкновение воюющих сторон; битва. Наступательные бои. Воздушный, танковый бой. Морской бой …   Энциклопедический словарь

  • бой — сущ., м., употр. часто Морфология: (нет) чего? боя, чему? бою, (вижу) что? бой, чем? боем, о чём? о бое и в бою; мн. что? бои, (нет) чего? боёв, чему? боям, (вижу) что? бои, чем? боями, о чём? о боях 1. Боем называют битое стекло, камень,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • БОЙ — 1. БОЙ1, боя, мн. бои, боев, муж. 1. только ед. Действие по гл. бить в 1 знач. (прост., обл.). «Боем дела не исправишь.» Максим Горький. Бить смертным боем. 2. только ед. Действие по гл. бить во 2 знач.; то же, что убой. Бой скота. 3. только ед.… …   Толковый словарь Ушакова

  • БОЙ — 1. БОЙ1, боя, мн. бои, боев, муж. 1. только ед. Действие по гл. бить в 1 знач. (прост., обл.). «Боем дела не исправишь.» Максим Горький. Бить смертным боем. 2. только ед. Действие по гл. бить во 2 знач.; то же, что убой. Бой скота. 3. только ед.… …   Толковый словарь Ушакова

  • Бой — французов с немцами во время франко прусской войны 1870 1871, Седан, 1870 год. Бой  организованное вооружённое столкновение, ограниченное на местности и во времени. Представляет собой совокупность согласованных …   Википедия

  • бой — См. битва поседелый в боях, рукопашный бой... См …   Словарь синонимов

  • бой — БОЙ, боя, о бое, в бою и в бое, мн. бои, боёв, муж. 1. см. бить, ся. 2. (в бою). Сражение войск, армий. Наступательные бои. Ввести в б. крупные силы. Принять б. Вести б. Идти в б. и (высок.) на б. Разведка боем. На поле боя. К бою! (команда). С… …   Толковый словарь Ожегова

  • бой — (англ. boy букв. мальчик) в нек рых странах мальчик рассыльный в гостинице, на пароходе; слуга туземец в колониях. Новый словарь иностранных слов. by EdwART, , 2009. бой боя, мн. бои, боев, м. [англ. boy] (загр.). Мальчик слуга в гостиницах, в… …   Словарь иностранных слов русского языка

  • "Бой" — «БОЙ», стих. раннего Л. (1832). Его содержание фантастич. картина боя враждующих «сынов небес». Предполагают, что непосредственным толчком к созданию этого стих. послужило зрелище грозы. Эту интерпретацию подтверждает одна из записей… …   Лермонтовская энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»