Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φωτός

См. также в других словарях:

  • φωτός — φάος light neut gen sg (attic) φώς man masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • Πολίτης, Φώτος — (Αθήνα 1890 – 1934). Έλληνας κριτικός και σκηνοθέτης του θεάτρου. Γιος του Νικολάου Πολίτη, δέχτηκε έως ένα σημείο την επίδρασή του στον ιδεολογικό και θεωρητικό προσανατολισμό του. Από νεαρή ηλικία τον τράβηξε το θέατρο. Όταν, μετά το… …   Dictionary of Greek

  • Βάσος, Φώτος — Αγωνιστής του 1821, γνωστός και ως Φωτοβάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες ως καπετάνιος και σκοτώθηκε στον Προφήτη Ηλία των Σαλώνων το 1825 …   Dictionary of Greek

  • Γιοφύλλης, Φώτος — (Κέρκυρα 1887 – Αθήνα 1981). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και δημοσιογράφου Σπύρου Μουσούρη. Παράλληλα με τις γυμνασιακές του σπουδές φοίτησε στη σχολή ζωγραφικής και γλυπτικής της Κέρκυρας. Αργότερα, παρακολούθησε μαθήματα στη φιλοσοφική και …   Dictionary of Greek

  • Λαμπρινός, Φώτος — (Αθήνα 1943 –). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε κινηματογράφο στη Μόσχα την περίοδο 1965 70. Σκηνοθέτησε ντοκιμαντέρ για την ελληνική τηλεόραση, πολλά από τα οποία απέσπασαν ευνοϊκές κριτικές και διακρίσεις. Υπήρξε παραγωγός και… …   Dictionary of Greek

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… …   Dictionary of Greek

  • νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»