Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χώρος

  • 81 бесконечный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно
    1. άπειρος, ατέλειωτος, απέραντος, ατέρμων, αχανής•

    время и пространство -ы ο χρόνος και ο χώρος είναι άπειροι.

    2. μακρός, -ρύς, ατέλειωτος, ατελεύτητος•

    -ая дорога ατέλειωτος δρόμος•

    бесконечный рассказ ατέλειωτο διήγημα•

    - ая дробь (μαθ.) το απειροστόν.

    || ασταμάτητος, ακατάπαυστος, συνεχής, διαρκής•

    -ые жалобы συνεχή παράπονα.

    Большой русско-греческий словарь > бесконечный

  • 82 вместилище

    ουδ.
    δοχείο• υποδοχέας, δεξαμενή• χώρος περιεκτικός.

    Большой русско-греческий словарь > вместилище

  • 83 водогрейня

    θ.
    χώρος εγκατάστασης υδροθερμαντήρα.

    Большой русско-греческий словарь > водогрейня

  • 84 водопойный

    επ.
    ποτιστικός•

    -ая площадка η ποτίστρα (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > водопойный

  • 85 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 86 говорильня

    θ.
    χώρος όπου συζητούνται αναξιόλογα ζητήματα, αεροκοπανιστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > говорильня

  • 87 давильня

    -и, γεν. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. πιεστήριο (χώρος ή μηχάνημα).

    Большой русско-греческий словарь > давильня

  • 88 депо

    ουδ. άκλ.
    1. πάρκο, σταθμός, χώρος για στάθμευση ή και επισκευή οχημάτων.
    2. παλ. αποθήκη.
    εκφρ.
    пожарное депо – ο πυροσβεστικός σταθμός.

    Большой русско-греческий словарь > депо

  • 89 душевой

    επ.
    ο γινόμενος κατ' άτομο•

    -ое распределение доходов ο κατ' άτομο καταμερισμός των εσόδων.

    επ.
    καταιονητικός, της καταιόνησης•

    -ая установка εγκατάσταση ντους.

    || ουσ. θ. -ая τα λουτρά ντους (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > душевой

  • 90 жизненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -зненно.
    1. της ζωής•

    жизненный опыт η πείρα της ζωής•

    жизненный путь η πορεία της ζωής•

    жизненный процесс η εξέλιξη της ζωής•

    -ые припасы τα προς του ζειν τρόφιμα.

    2. ζωτικός•

    -ое пространство ζωτικός χώρος•жизненныйые интересы ζωτικά συμφέροντα.

    Большой русско-греческий словарь > жизненный

  • 91 жилое

    επ.
    της κατοικίας, για κατοικία•

    -ое помещение κατοικία, κατοικίσιμος χώρος•

    жилое дом σπίτι, οικία, κατοικία.

    || κατοικούμενος, κατοικημένος•

    эта комната не -ая αυτό το δωμάτιο είναι, ακατοίκητο (ελεύθερο)•

    -ые комнаты κατοικημένα (πιασμένα) δωμάτια.

    Большой русско-греческий словарь > жилое

  • 92 загнетка

    θ.
    ο παρά τη θυρίδα χώρος της θερμάστρας.

    Большой русско-греческий словарь > загнетка

  • 93 залесье

    ουδ.
    οπισθοδασος ή ενδόδασος χώρος.

    Большой русско-греческий словарь > залесье

  • 94 инкубаторий

    α.
    εκκολαπτήριο (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > инкубаторий

  • 95 исповедальня

    -и, γεν.. πλθ. -лен, δοτ. -льням θ. εξομολογητήριο (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > исповедальня

  • 96 караулка

    θ.
    φυλάκιο, σκοπιά (χώρος),

    Большой русско-греческий словарь > караулка

  • 97 караульный

    επ.
    1. της φρουράς•— начальник διοικητής φρουράς•

    - ое помещение ή -ая будка φυλάκιο, σκοπιά•

    -ая служба υπηρεσία της φρουράς.

    2. ως ουσ. α. φρουρός, σκοπός.
    3. ως ουσ. θ. -ая φυλάκιο, σκοπιά (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > караульный

  • 98 караульня

    θ. γεν. πλθ. -лен,
    δοτ. -льням παλ. φυλάκιο, σκοπιά (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > караульня

  • 99 катакомба

    -ы, γεν. πλθ. -омб.
    1. κατακόμβη.
    2. υπόγειος, σκοτεινός και περίπλοκος χώρος.

    Большой русско-греческий словарь > катакомба

  • 100 кипятилка

    θ.
    βραστήριο (χώρος).

    Большой русско-греческий словарь > кипятилка

См. также в других словарях:

  • Χῶρος — a definite space masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χῶρος — a definite space masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… …   Dictionary of Greek

  • εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …   Dictionary of Greek

  • πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… …   Dictionary of Greek

  • παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»