-
21 виварий
ο χώρος διαμονής των πειραματικών ζώων (εργαστήριο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виварий
-
22 вольер(а)
о περίκλειστος χώρος/ο κλωβός διαμονής των ζώων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вольер(а)
-
23 генераторная
ο χώρος/σταθμός (εγκατάστασης) γεννητριών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > генераторная
-
24 гидроаэродром
ο χώρος προσθαλάσσωσης των υδροπλάνων, ο αεροναυτικός λιμένας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидроаэродром
-
25 жильё
1. (жилое место) о χώρος κατοικίας 2. см. жилищеРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жильё
-
26 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
27 закалочная
ο χώρος σκλήρυνσης (συνεργείο), мет. το βαφείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закалочная
-
28 закрытый
1. (имеющий сверху навес или покрытие) κλειστός, σκεπασμένος· - ое помещение - χώρος 2. (недоступный для всех) κλειστός, - ое голосование η μυστική ψηφοφορία 3. мед. κρυφός, κλειστός 4. (крышкой, замком, створками и т.п.) κλειστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрытый
-
29 зерносушилка
ο ξηραντήρας των δημητριακώντο ξηραντήριο ως χώροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зерносушилка
-
30 зимовник
(для пчёл) о χώρος διαμονής των μελισσών το χειμώνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зимовник
-
31 золоотвал
η χωματερή τέφρας, ο χώρος αποθήκευσης τέφρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золоотвал
-
32 золоотстойник
(тепл.) о χώρος/η δεξαμενή κατακάθισης τέφραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > золоотстойник
-
33 золошлакоотвал
ο χώρος αποθήκευ-σης/η χωματερή της τέφρας (και άλλων υπολειμματικών της καύσης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золошлакоотвал
-
34 карман
1. (углубление, выемка) η υποδοχή, η εσοχή, το θυλάκιο, ο κλειστός χώρος 2. (часть одежды, отделение в портфеле или чемодане) η τσέπι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > карман
-
35 компрессорная
το διαμέρισμα/ο χώρος των συμπιεστών/κομπρεσέρ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компрессорная
-
36 коптильня
ο χώρος (παραγωγής) των καπνιστών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коптильня
-
37 кормокухня
с.-х. о χώρος παρασκευής των ζωοτροφών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кормокухня
-
38 коффердам
мор. το διαχωριστικό φρεάτιο (ο στεγανός χώρος ενδιαμέσου κυτών ή δεξαμενών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коффердам
-
39 ледник
1. (масса движущегося льда) о παγετώνας 2. (погреб, специальный шкаф, помещение) η αποθήκη/ο χώρος συντήρησης του πάγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледник
-
40 монтажная
ο χώρος συναρμολόγησης- ик ο τεχνικός της εγκατάστασης, разг. о μονταδόρος (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монтажная
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek