Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

χώρος

  • 61 воздушный

    возду́шн||ый
    прил
    1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:
    \воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·
    2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:
    \воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία.

    Русско-новогреческий словарь > воздушный

  • 62 жилой

    жил||о́й
    прил κατοικήσιμος:
    \жилой дом τό κατοικήσιμο σπίτι· \жилойо́е помещение ἡ κατοικία· \жилойая комната τό κατοικήσιμο δωμάτιο· \жилойая площадь ὁ κατοικήσιμος χῶρος, ἡ κατοικία,

    Русско-новогреческий словарь > жилой

  • 63 манеж

    манеж
    м χῶρος ἡ κτίριο γιά ίππευτικές ἀσκήσεις.

    Русско-новогреческий словарь > манеж

  • 64 местность

    местн||ость
    ж ὁ τόπος, ἡ περιοχή, τό μέρος, ἡ τοποθεσία:
    гористая (лесистая) \местность ἡ βουνώδης (ή δασώδης) περιοχή· красивая \местность ὀμορφη τοποθεσία· открытая \местность ὁ ἀνοικτός χώρος· дачная \местность ἡ ἐξοχἡ.

    Русско-новогреческий словарь > местность

  • 65 место

    мест||о
    с
    1. ὁ τόπος, ὁ χώρος, τό μέρος / ἡ θέση [-ις] (тж. в театре)/ ἡ τοποθεσία (тк. местность):
    рабочее \место ὁ τόπος ἐργασίας· \место отдыха ὁ τόπος ἀνάπαυσης· \место происшествия ὁ τόπος ὀπου συνέβη κάτι· \место назначения ὁ τόπος προορισμού· \место рождения ὁ τόπος γεννήσεως· родные \местоа ἡ πατρίδα, τά πατρικά χώματα· живописные \местоа γραφικές τοποθεσίες· голое \место γυμνός τόπος· бесплатные \местол οἱ δωρεάν θέσεις· общественные \местоа οἱ δημόσιοι χώροι· уступить \место кому́-л. παραχωρώ τή θέση μου σέ κάποιον занимать \место а) (в пространстве) πιάνω τόπον, б) (в театре и т. ἡ.) πιάνω θέση· на \местоеч ἐπί τόπου· по \местоам1 (команда) λάβετε θέσεις!· с \местоа на \место ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο·
    2. (в книге и т. ἡ.) τό χωρίον
    3. (должность, служба) ἡ θέση[-ις]. ἡ ὑπηρεσία, τό πόστο:
    получить хорошее \место διορίζομαι σέ καλή θέση·
    4. (багажное) τό δέμα ἀποσκευών ◊ детское \место анат. τό ὕστερο[ν], τό ἀκόλουθο· общее \место ἡ κοινοτοπία· больное \место перен τό εὐαίσθητο σημείο, τό 'αδύνατο μέρος· отхо́жее \место ὁ ἀπόπατος, τό ἀποχωρητήριο· \место заключения ἡ είρκτή, ἡ φυλακή· иметь \место συμβαίνω, λαμβάνω χὠ-ραν не находить себе \местоа δέν μέ χωρεί ὁ τόπος· знать свое \место ἔχω τό γνώθι σαὐ-τόν поставить кого́-л. на \место βάζω κάποιον στή θέση του· на моем \местое στή θέση μου· на \местое преступления στον τόπο τοῦ ἐγκλήματος, ἐπ' αὐτοφόρω· у́зкое \место τό ἀδύνατο σημείο· пустое \место (о человеке) σάν νά μήν ὑπάρχει· к \местоу στήν κατάλληλη στιγμή· говорить не к \местоу μιλώ ἄστοχα· \местоами ἐδῶ κι· ἐκεϊ· здесь не \место говорить об э́том δέν εἶναι τόπος ἐδῶ νά μιλάμε γι ' αὐτό· ни с \местоа! ὁδτε Ρήμα, μή κουνηθείς!· власть на \местоах ἡ τοπική ἐξουσία, οἱ ντόπιες ἀρχές.

    Русско-новогреческий словарь > место

  • 66 околоземной

    околоземн||о́й
    прил περίγειος:
    \околоземнойо́е пространство περίγειος χώρος.

    Русско-новогреческий словарь > околоземной

  • 67 окололунный

    окололу́нн||ый
    прил περισελήνιος:
    \окололунныйое пространство περισελήνιος χώρος.

    Русско-новогреческий словарь > окололунный

  • 68 плес

    плес
    м (водное пространство между островами) ὁ ὑδάτινος χώρος μεταξύ δύο νησιών.

    Русско-новогреческий словарь > плес

  • 69 площадка

    площадка
    ж
    1. τό γήπεδο[ν], τό πε-δίο[ν]:
    спортивная \площадка τό ἀθλητικό γήπεδο· теннисная \площадка τό γήπεδο τέννις· строительная \площадка ὁ χώρος οἰκοδομής· взлетная (посадочная) \площадка ав. τό πεδίο ἀπογείωσης (προσγειώσεως)·
    2. (лестничная) τό πλατύσκάλο[ν], τό κεφαλοσκα-λο[ν]·
    3. (вагона, трамвая) ὁ ἐξώστης.

    Русско-новогреческий словарь > площадка

  • 70 пункт

    пункт
    м
    1. (место) ὁ σταθμός:
    сборный \пункт ὁ τόπος συγκέντρωσης· командный \пункт ὁ σταθμός διοίκησης· наблюдательный \пункт τό παρατηρητήριο[ν]· призывной \пункт τό στρατολογικό[ν] γραφεῖο[ν], τό κέντρο[ν] ἐπιστρατεύσεως· опорный \пункт воен. ἡ ὁχυρά βάσις, τό ὁχυρωμένο ση-,μεῖο, τό σημείο στήριξης· \пункт медицинской помощи ὁ σταθμός ἱατρικής περιθάλψεως· переговорный \пункт ὁ τηλεφωνικός σταθμός· населенный \пункт ὁ κατοικημένος χώρος, ὁ τόπος·
    2. (момент) τό σημείο[ν], ὁ σταθμός:
    кульминационный \пункт τό κατακόρυφο, τό κορύφωμα, ὁ κολοφών поворотный \пункт ἡ καμπή, τό σημείο στροφής·
    3. (раздел) τό ἄρθροΜ/ ἡ παράγραφος (параграф):
    изложить по \пунктам ἐκθέτω κατ' ἀρθρον
    4. полигр. ἡ στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > пункт

  • 71 пустой

    пуст||ой
    прил
    1. κενός, ἄδειος/κούφιος (полый)/ ἀκατοίκητος (о жилье)/ ἔρημος (безлюдный):
    \пустой чемодан ἡ ἄδεια βαλίτσα· \пустойо́е пространство ὁ κενός χώρος, τό κενό·
    2. (бессодержательный) τιποτέ-νιος, κούφιος:
    \пустой человек τιποτένιος (или κούφιος) ἄνθρωπος· что за \пустойа́я голова! τί κούφιο κεφάλι!·
    3. (неосновательный, напрасный) μάταιος, φροῦδος, ἀβάσιμος:
    \пустойые слова λόγια τοῦ ἀέρα, ἀερολογήμα-τα, κενά λόγια· \пустойые обещания οἱ κενές ὑποσχέσεις, τά παχειά λόγια· \пустойые мечты τά μάταια ὀνειρα, οἱ φαντασιοκοπίες· \пустойая отговорка ἡ πρόφαση· ◊ с \пустойыми руками μέ ἄδεια χέρια· переливать из \пустойо́го в порожнее погов. κοπανώ ἀέρα, κάνω τόν ᾶνεμο κουβάρι, δεματιάζω τ' αὐγά· \пустойо́е место ἡ νοῦλα, τό μηδενικό.

    Русско-новогреческий словарь > пустой

  • 72 рабочий

    рабочий I
    м ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:
    поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.
    рабоч||ий II
    прил
    1. ἐργατικός:
    \рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·
    2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:
    \рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·
    3. (производящий полезную работу):
    \рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·
    4. тех. (выполняющий работу):
    \рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη.

    Русско-новогреческий словарь > рабочий

  • 73 раздолье

    раздолье
    с
    1. (простор) ὁ εὐρύς χώρος, ἡ ἀπλοχωριά·
    2. перен ἡ ἐλευθερία

    Русско-новогреческий словарь > раздолье

  • 74 манеж

    [μανιέζ] ουσ. α. χώρος ή κτίριο για ιππευτικές ασκήσεις

    Русско-греческий новый словарь > манеж

  • 75 место

    [μιέστα] ουσ. ο. θέση, χώρος

    Русско-греческий новый словарь > место

  • 76 пространство

    [πραστράνστβα] ουσ. ο. χώρος

    Русско-греческий новый словарь > пространство

  • 77 манеж

    [μανιέζ] ουσ α χώρος ή κτίριο για ιππευτικές ασκήσεις

    Русско-эллинский словарь > манеж

  • 78 место

    [μιέστα] ουσ ο θέση, χώρος

    Русско-эллинский словарь > место

  • 79 пространство

    [πραστράνστβα] ουσ ο χώρος

    Русско-эллинский словарь > пространство

  • 80 безвоздушный

    επ.
    κενός από αέρα, άδειος, κούφιος•

    -ое пространство κενό αέρα, χώρος κενός από αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > безвоздушный

См. также в других словарях:

  • Χῶρος — a definite space masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χῶρος — a definite space masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… …   Dictionary of Greek

  • χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… …   Dictionary of Greek

  • εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… …   Dictionary of Greek

  • πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… …   Dictionary of Greek

  • στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… …   Dictionary of Greek

  • αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… …   Dictionary of Greek

  • παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»