-
1 event space
= sample space; sample description spaceFrench\ \ espace épreuves; espace échantillon; espace des échantillons; espace des événementsGerman\ \ Ereignisraum; StichprobenraumDutch\ \ gebeurtenissenruimte; steekproefruimteItalian\ \ spazio dell'evento; espacio de los eventos; spazio del campioneSpanish\ \ espacio muestralCatalan\ \ espai mostralPortuguese\ \ espaço dos acontecimentos; espaço-amostra; espaço amostralRomanian\ \ -Danish\ \ udfaldsrumNorwegian\ \ utfallsrom; sampelromSwedish\ \ utfallsrumGreek\ \ Ο χώρος εκδηλώσεων; δειγματικός χώρος; δείγμα χώρο περιγραφήFinnish\ \ otosavaruusHungarian\ \ eseménytér; minta helyeTurkish\ \ olay uzayı; örnek uzayı; örnek niteleme uzayıEstonian\ \ sündmuste ruum; valimruumLithuanian\ \ įvykių erdvė; baigčių erdvėSlovenian\ \ prostor vzorcevPolish\ \ przestrzeń zdarzeń; przestrzeń próbyRussian\ \ пространство событий; выборочное пространство; пространство выборок; описание выборочного пространстваUkrainian\ \ простір вибіркиSerbian\ \ простор догађаја; простор узорка; простор описа узоркаIcelandic\ \ úrtaksrúm; útkomurúmEuskara\ \ lagin-espazioFarsi\ \ f zaye pisham dPersian-Farsi\ \ فضاي نمونهArabic\ \ فضاء الحدث؛ فضاء المعاينةAfrikaans\ \ gebeurtenisruimte; steekproefruimteChinese\ \ 事 件 空 间; 样 本 空 间Korean\ \ 표본공간 -
2 common factor space
French\ \ espace des facteurs communsGerman\ \ Raum der gemeinsamen FaktorenDutch\ \ ruimte opgespannen door gemeenschappelijke factorenItalian\ \ spazio dei fattoro comuniSpanish\ \ espacio factor común; espacio de los factores comunesCatalan\ \ espai factor comú; espai dels factors comunsPortuguese\ \ espaço dos factores comuns; espaço dos fatores comuns (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ fælles faktor rumNorwegian\ \ felles faktor plassSwedish\ \ gemensamt utrymmeGreek\ \ κοινός χώρος παράγονταςFinnish\ \ yleisfaktorin (ali)avaruusHungarian\ \ közös tényezõ térTurkish\ \ ortak etken uzayıEstonian\ \ ühisfaktorite ruumLithuanian\ \ bendrųjų faktorių erdvėSlovenian\ \ skupni faktor spacePolish\ \ wspólna przestrzeń czynnikowaRussian\ \ общий фактор-пространствоUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ sameiginlegur þáttur rúmEuskara\ \ faktore komuna espazioaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ فضاء العامل المشتركAfrikaans\ \ gemeenskaplikefaktor-ruimteChinese\ \ 公 因 子 空 间Korean\ \ 공통인자공간 -
3 decision space
French\ \ espace des décisionsGerman\ \ EntscheidungsraumDutch\ \ beslisruimteItalian\ \ spazio di decisioneSpanish\ \ espacio decisional; espacio decisorioCatalan\ \ espai decisional; espai decisoriPortuguese\ \ espaço de decisãoRomanian\ \ -Danish\ \ afgørelse pladsNorwegian\ \ vedtak plassSwedish\ \ beslutsrumGreek\ \ χώρος αποφάσεωνFinnish\ \ päättelyavaruusHungarian\ \ döntési térTurkish\ \ karar uzayıEstonian\ \ otsustusruumLithuanian\ \ sprendimų erdvėSlovenian\ \ prostor odločitevPolish\ \ przestrzeń decyzjiRussian\ \ пространство решенийUkrainian\ \ простір рішеньSerbian\ \ простор одлучивањаIcelandic\ \ ákvörðun plássEuskara\ \ erabakia espazioaFarsi\ \ fazaye tasmimPersian-Farsi\ \ فضاي تصميمArabic\ \ فضاء القرارAfrikaans\ \ beslissingsruimteChinese\ \ 判 决 空 间Korean\ \ 결정공간
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek