-
1 χορδής
-
2 χορδῆς
-
3 βλίτυρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλίτυρον
-
4 καταχέω
καταχέω, Il.6.496 (tm.), al.: [tense] aor. 1 κατέχεα, [dialect] Ep. and Lyr. κατέχευα (v. infr.):—[voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor. 1Aκατεχεύατο Call.Hec.1.1.11
; inf. -χέασθαι Hdt.1.50
:—[voice] Pass., [tense] pf. κατακέχυμαι Orac. ap. Hdt.7.140 (tm.): [tense] aor. - εχύθην E.Hipp. 854 (lyr.): [dialect] Ep.[tense] aor.[voice] Pass. (freq.in tm.) κατέχυτο, κατέχυντο, Il.20.282, Od.12.411, h.Ven. 228:—pour down upon, pour over, c. dat.,κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν Il.14.435
; soἥ ῥά οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Od.7.42
; ;τῷ γε χάριν κατέχευεν' Ἀθήνη Od.2.12
, etc.;σφιν.. πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Il.2.670
;μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ 23.408
, cf. Od.14.38;οἷ.. κατ' αἶσχος ἔχευε 11.433
; ;νεφέλαν κρατὶ κατέχευας Pi.P.1.8
; ἀντιπάλοις φόνον Epigr. ap. Plu. Marc.30:—[voice] Pass.,κὰδ δ' ἄχος οἱ χύτο ὀφθαλμοῖσι Il.20.282
; κατὰ.. ὀρόφοισιν αἷμα.. κέχυται Orac. ap. Hdt. l. c.; δάκρυσι βλέφαρα-χυθέντα E.l.c.;οἱ -χυθέντες J.BJ3.7.29
:—also [voice] Act. c. gen., rarely in Hom.,ὅς σφωϊν.. ἔλαιον χαιτάων κατέχευε Il.23.282
, cf. 765: freq. later,καταχέουσι αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Hdt.4.62
;κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ar.Ach. 1040
; ἔτνος τοὐλατῆρος ib. 246;τοῦ δήμου καταχεῖν.. πλουθυγίειαν Id.Eq. 1091
;ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων Id.Nu.74
, cf. Pl. 790;βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Pl.Lg.8o
od; alsoκὰδ δὲ χευάτω μύρον.. κὰτ τὼ στήθεος Alc.36
, cf. Pl.R. 398a:—[voice] Med., κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι [ ἄκρατον] letting it be poured over.., Id.Lg. 637e:— [voice] Pass., .2simply, pour, shower down, χιόνα, νιφάδας ἐπὶ χθονί, Od.19.206, Il.12.158;ψιάδας κ. ἔραζε 16.459
; so ;κατὰ δ' ὕπνον ἔχευεν Od.11.245
:—[voice] Med., νότος.. χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.l.c.:—[voice] Pass.,ἴδρως κακχέεται Sapph.2.13
.b throw, cast down,θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il.6.134
;κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619
; ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411; πέπλον μὲν.. κατέχευεν ἐπ' οὔδει let the robe fall upon the floor, Il.5.734;τεῖχος.. εἰς ἅλα πᾶν κ. 7.461
:—[voice] Med., Pl.Ti. 41d; χαίταν let fall, Call.Cer.5 c. metaph.,κοινολογίας.. ἡδονὴν -χεούσης Phld.D.3.14
.3 [voice] Pass., to be poured over the ground, be there in heaps,ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι [τῶν ὀφίων] κατακεχύαται Hdt.2.75
; of persons, to be spread, dispersed, Eun.Hist.p.239 D.II cause to flow, run, [χρυσὸν] ἐς πίθους τήξας κ. Hdt.3.96
:—[voice] Med., χρυσὸν καταχέασθαι to have it melted down, Id.1.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχέω
-
5 παραψάλλω
A touch, pluck lightly,τὰς νευρὰς τῶν τόξων Plu.Demetr. 19
, cf. 2.133a : c. dat., Philostr.Im.2.1 : c. gen.,χορδῆς Onos. 10.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραψάλλω
-
6 τόμος
τόμος, ὁ,A slice,τ. ἐκ πτέρνης Batr.37
; γαστρός, πλακοῦντος, Ar. Eq. 1179, 1190;τῆς χορδῆς Cratin.192
; ἀλλάντων, πυοῦ, Pherecr.108.8, 19;γογγυλίδος Alex.88
; τυροῦ, ἡνύστρου, Eub.150.2, Mnesim.4.14 (anap.): generally, piece, (Samos, iv B.C.); of wood, beam, IG11(2).161 D123, 165.49 (Delos, iii B.C.).3 Geom., τ. κυλίνδρου frustum of a cylinder, portion of right cylinder intercepted betw. two parallel oblique sections, Archim. Con.Sph.Def.; τ. ἀπὸ ὀρθογωνίου κώνου τομᾶς ἀφαιρούμενος frustum of the section of a right-angled cone, i e. portion of a parabola cut off by two parallel double-ordinates, Id.Aequil.2.10.II roll of papyrus, PCair.Zen.357.15 (iii B.C.), LXXIs.8.1, PSI10.1146.1 (ii A.D.), Sammelb.7362.1 (ii A.D.), etc.;τ. συγκολλήσιμος PGrenf.2.41.18
(i A.D.);τιμῆς ἀπὸ τόμου ἀγραφίου PMich.Teb. 123vvii 25
(i A.D.); tome, volume, PMich. in Class.Phil.22.10 (ii A.D.), D.L.6.15: metaph.,ἐν καθαρῷ διανοίας τ. Porph.Marc.32
. -
7 χορδή
χορδ-ή, ἡ, pl.,1 string of gut, ; in a loom, Arist.GA 787b23: esp. string of a lyre or harp (not in A. or S., once in E., v. infr.), Od.21.407, h.Merc.51, etc.;ἐν Αἰολίδεσσι χ. Pi.P.2.69
, cf. E.Hipp. 1135 (lyr.); χορδὰς ἐπιτείνειν, opp. ἀνιέναι, Pl. Ly. 209b;ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χ. Id.R. 349e
;ὀξυτάτην καὶ βαρυτάτην χορδὴν ποιεῖν Id.Phdr. 268e
;τὰς χ. ἀλλήλαις συνιστάντα Id.R. 412a
: metaph.,κινοῦσα χ. τὰς ἀκινήτους φρενῶν Trag.Adesp. 361
. -
8 ἡμίκραιρα
ἡμί-κραιρα, ἡ,2 = sq., Gal.12.591, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίκραιρα
-
9 βλίτυρον
Meaning: ἐστὶ φυτὸν η φάρμακον η χορδῆς μίμημα (EM 201, 43).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: For the last part see βλίτυρι.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλίτυρον
См. также в других словарях:
χορδῆς — χορδή guts fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλίστρα — Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
επίτριτος — η, ο (Α ἐπίτριτος, ον) [τρίτος] μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος τής όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… … Dictionary of Greek
Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… … Dictionary of Greek
ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek