Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χορδῆς

См. также в других словарях:

  • χορδῆς — χορδή guts fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλίστρα — Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους… …   Dictionary of Greek

  • ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… …   Dictionary of Greek

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • επίτριτος — η, ο (Α ἐπίτριτος, ον) [τρίτος] μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος τής όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

  • μήκος κύματος — Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα σε δύο οποιαδήποτε σημεία ενός κύματος, τα οποία διαταράσσονται με παρόμοιο τρόπο. Αν θεωρήσουμε μια χορδή επί της οποίας διαδίδεται ένα εγκάρσιο –ημιτονοειδές κύμα– (όπως όταν κουνάμε πάνω κάτω την ελεύθερη άκρη ενός… …   Dictionary of Greek

  • Αμφίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Δία και της Αντιόπης, σύζυγος της Νιόβης. Μόλις γεννήθηκε, η μητέρα του αναγκάστηκε να τον εγκαταλείψει μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Ζήθο στον Κιθαιρώνα, όπου τους βρήκαν και τους μεγάλωσαν βοσκοί της περιοχής.… …   Dictionary of Greek

  • ένταση — η (AM ἔντασις) 1. τέντωμα, διάταση («η ένταση τής χορδής») 2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» η άνοδος τού πυρετού) νεοελλ. 1. το μέτρο τού μεγέθους ή τής αποτελεσματικότητας τού ήχου, τού φωτός, τής ακτινοβολίας κ.λπ. 2. φρ. α) «ένταση ήχου» η …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»