-
1 παραψάλλω
A touch, pluck lightly,τὰς νευρὰς τῶν τόξων Plu.Demetr. 19
, cf. 2.133a : c. dat., Philostr.Im.2.1 : c. gen.,χορδῆς Onos. 10.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραψάλλω
-
2 παραψάλλει
παραψάλλωtouch: pres ind mp 2nd sgπαραψάλλωtouch: pres ind act 3rd sg -
3 παραψάλλουσι
παραψάλλωtouch: pres part act masc /neut dat pl (attic epic doric ionic)παραψάλλωtouch: pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) -
4 παραψάλλοντες
παραψάλλωtouch: pres part act masc nom /voc pl -
5 παραψήλαι
-
6 παραψῆλαι
См. также в других словарях:
παραψάλλω — ΜΑ μσν. ψάλλω παράφωνα αρχ. 1. αγγίζω ελαφρά και απαλά τη χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου 2. ψάλλω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψάλλω «αγγίζω ελαφρώς, χτυπώ ελαφρά, άδω»] … Dictionary of Greek
παραψάλλει — παραψάλλω touch pres ind mp 2nd sg παραψάλλω touch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψάλλουσι — παραψάλλω touch pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραψάλλω touch pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψάλλοντες — παραψάλλω touch pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραψῆλαι — παραψάλλω touch aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)