-
1 τέλειος
[тэлнос] иг. совершенный, завершенный, законченный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τέλειος
-
2 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
3 абсолютный
απόλυτος, τέλειος, απεριόριστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абсолютный
-
4 излучатель
η συσκευή ακτινοβολίαςτο ακτινοβολόν σώμαабсолютный - το μέλαν σώμα, ο τέλειος ακτινοβολητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > излучатель
-
5 оптимальность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оптимальность
-
6 поглотитель
1. (аппарат) о απορροφητής 2. (вещество) το απορροφητικό υλικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поглотитель
-
7 форма
1. (внешний облик) η μορφήη διαμόρφωσητο σχήμα2. (вид, тип) о τύπ/οςτο είδοςаналитическая - αναλυτικός -, βασικός -3. (установленный образец чего-л.порядок в чем-л.) το έντυπο, το υπόδειγμα4. (приспособление, шаблон) το καλούπιη μήτραвогнутая мет. (поверхности бочки валка) - κοίλου τόξου5. лингв. η μορφήзвательная - см. падеж звательный неопределенная - глагола το απαρέμφατο б.(филос) το σχήμα7. (иск., литер.) η μορφή 8. (единая одежда) η στολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форма
-
8 закоиченный
закоиченн||ый1. прич. от закончить·2. прил ὁλοκληρωμένος, τέλειος, πλήρης:\закоиченныйый образ ὁ ὁλοκληρωμένος τύπος· \закоиченныйый художник φτασμένος καλλιτέχνης· \закоиченныйый негодяй παλιάν-θρωπος πέρα γιά πέρα· ◊ иметь \закоиченныйое высшее образование εἶμαι ἀπόφοιτος ἀνωτάτη σχολή, τελειώνω ἀνώτερες σπουδές. -
9 круглый
кругл||ыйприл1. στρογγυλός, στρογγυλός:\круглый стол τό στρόγγυλο τραπέζι· \круглыйое лицо τό στρογγυλό πρόσωπο·2. (совершенный, полный) разг:\круглый дурак ὁ τέλειος βλάκας· \круглый невежда ὁ ἐντελώς ἀγράμματος· \круглый сирота ὁ πεντάρφανος· ◊ \круглый год ὀλοκληρο τό χρόνο, ὁλόκληρο ἔτος· \круглыйые сутки ὅλο τό εἰκοσιτετράωρο. -
10 превосходный
превосходн||ыйприл ὑπέροχος, ἔξο-χος, θαυμάσιος, λαμπρός / τέλειος (совершенный)· ◊ \превосходныйая степень грам. ὁ ὑπερθετικός βαθμός. -
11 совершенный
совершенн||ый I1. прил (превосходный) τέλειος, ἔξοχος, ἄριστος·2. (абсолютный) ἀπόλυτος, πλήρης:\совершенныйая правда ἡ πλήρης ἀλήθεια· \совершенный дурак βλάκας μέ περικεφαλαία.совершенн||ый IIприл грам.:\совершенный вид ἡ τετελεσμένη μορφή· прошедшее \совершенныйое ὁ ἀόριστος (χρόνος). -
12 совершенный
[σαβιρσέννυϊ] επ. τέλειος -
13 совершенный
[σαβιρσέννυϊ] επ τέλειος -
14 далеко
κ. далеко1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.
2. ως κατηγ. είναι μακριά•до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•
ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.
3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.
εκφρ.далеко за... – α) αργά, πάρωρα•далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•далеко не – καθόλου διόλου•далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•далеко зайти – προχωρώ πολύ•выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια... -
15 законченный
επ. από μτχ.τέλειος, εντελτς, παντέλειος, ολοτελής, ολοκληρωμένος. || πλήρης, άρτιος, κομπλέ•-ое образование άρτια μόρφωση.
|| μτφ. (με αρνητική σημ.) πρώτος, μεγάλος•законченный негодяй μεγάλος παλιάνθρωπος•
болван βλάκας με περικεφαλαία.
-
16 закруглённый
επ. από μτχ.1. στρογγυλός, κυκλοτερής.2. μτφ. (για στυλ λόγου) ολοκληρωμένος, τέλειος, άρτιος. -
17 остаток
-тка α.1. υπόλειμμα• υπόλοιπο, απομεινάδι κομμάτι•остаток материи κομμάτι υφάσματος•
-и обеда αποφάγια•
-и питья αποπίματα, αποπότια, αποπιοτίδια•
остаток дня το υπόλοιπο της μέρας•
-и разбитой армии υπολείμματα του συντριμμένου στρατού•
-и долга υπόλοιπο χρέους.
2. υποστάθμη, ίζημα, κατακάθι.3. (μαθ.) το υπόλοιπο.εκφρ.без -тка – ολοκληρωμένος, τέλειος•человек без -тка – άνθρωπος ολοκληρωμένος (καλός σε όλχ του). -
18 полноценный
επ., βρ: -ценен, -ценна, -о.1. γνήσιος•-ая монета γνήσιο νόμισμα.
2. άρτιος, τέλειος, ακέραιος, ολοκληρωμένος•-ое произведение άρτιο έργο•
полноценный продукт προϊόν πρώτης τάξης.
-
19 совершенный
επ., βρ: -шенен, -шнна, -о.1. τέλειος, εντελής, άρτιος• υπέροχος•-ая красота υπέροχη (ολοκληρωμένη) ομορφιά.
2. πλήρης, απόλυτος•-ое равнодушие πλήρης αδιαφορία•
-ое сходство πλήρης (άκρα) ομοιότητα.
|| πραγματικός, γνήσιος.3. παλ. ενήλικος.επ. совершенный вид (γραμμ.) στιγμιαία μορφή του ρήματος (ρ. σ.), μέλλοντας στιγμιαίος, αόριστος, απαρέμφατο. -
20 усовершенствованный
επ. από μτχ.τελειοποιημένος, τέλειος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τέλειος — perfect masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέλειος — Επίθετο του Δία στην Τεγέα. Ο Τ. Δίας ή Τ. Ζευς ήταν προστάτης του γάμου. Κατά τον Παυσανία υπήρχε στην Τεγέα τετράγωνο άγαλμά του. * * * α, ο / τέλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. τελεία Ν, και τέλεος, έα, ον, Α 1. αυτός που έχει φθάσει στον… … Dictionary of Greek
τέλειος — α, ο επίρρ. α ο πλήρης, ο ολοκληρωμένος, ο υποδειγματικός: Τέλειος κύκλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελεώτερον — τέλειος perfect adverbial comp τέλειος perfect masc acc comp sg τέλειος perfect neut nom/voc/acc comp sg τέλειος perfect masc acc comp sg (attic) τέλειος perfect neut nom/voc/acc comp sg (attic) τέλειος perfect adverbial (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεωτάτων — τέλειος perfect fem gen superl pl τέλειος perfect masc/neut gen superl pl τέλειος perfect fem gen superl pl (attic) τέλειος perfect masc/neut gen superl pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεωτέραις — τέλειος perfect fem dat comp pl τελεωτέρᾱͅς , τέλειος perfect fem dat comp pl (attic) τέλειος perfect fem dat comp pl (attic) τελεωτέρᾱͅς , τέλειος perfect fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεωτέρων — τέλειος perfect fem gen comp pl τέλειος perfect masc/neut gen comp pl τέλειος perfect fem gen comp pl (attic) τέλειος perfect masc/neut gen comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεώτατα — τέλειος perfect adverbial superl τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl pl τέλειος perfect adverbial superl (attic) τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεώτατον — τέλειος perfect masc acc superl sg τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl sg τέλειος perfect masc acc superl sg (attic) τέλειος perfect neut nom/voc/acc superl sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέω — τέλειος perfect masc/neut nom/voc/acc dual τέλειος perfect masc/neut gen sg (doric aeolic) τέλειος perfect masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic) τέλειος perfect masc/fem/neut gen sg (attic doric aeolic) τέλλω accomplish fut ind act 1st sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελέως — τέλειος perfect adverbial τέλειος perfect masc acc pl (doric) τέλειος perfect adverbial (attic) τέλειος perfect masc/fem acc pl (attic doric) τελειόω make perfect imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)