Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαλαρός

См. также в других словарях:

  • χαλαρός — slack masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ …   Dictionary of Greek

  • χαλαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι σφιχτός, άτονος, λάσκος: Έκαμε ένα χαλαρό δέσιμο. 2. μη έντονος, χλιαρός: Η στάση της κυβέρνησης στο θέμα αυτό ήταν χαλαρή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαλαρά — χαλαρός slack neut nom/voc/acc pl χαλαρά̱ , χαλαρός slack fem nom/voc/acc dual χαλαρά̱ , χαλαρός slack fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρώτερον — χαλαρός slack adverbial comp χαλαρός slack masc acc comp sg χαλαρός slack neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρωτέρων — χαλαρός slack fem gen comp pl χαλαρός slack masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρῶν — χαλαρός slack fem gen pl χαλαρός slack masc/neut gen pl χαλαρόω to be relaxed in tension pres part act masc voc sg (doric aeolic) χαλαρόω to be relaxed in tension pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) χαλαρόω to be relaxed in tension… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρόν — χαλαρός slack masc acc sg χαλαρός slack neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαρώτατα — χαλαρός slack adverbial superl χαλαρός slack neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαραῖς — χαλαρός slack fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλαραί — χαλαρός slack fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»