Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χαδιάρης

См. также в других словарях:

  • χαδιάρης — και χαϊδιάρης, α, ικο, Ν (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν τα χάδια, εκείνος στον οποίο αρέσει να τού συμπεριφέρονται τρυφερά (α. «χαδιάρα γάτα» β. «χαδιάρικο παιδάκι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι / χάιδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • χαδιάρης, -α, -ικο — αυτός που αγαπά τα χάδια, αυτός που είναι συνηθισμένος στα χάδια: Έχει ένα χαδιάρικο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαδιάρικος — η, ο, Ν [χαδιάρης / χαϊδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαδιάρη («χαδιάρικο βλέμμα») 2. θωπευτικός, τρυφερός («μάς φέρνουν τη χαδιάρικη δροσιά τού Απρίλη», Παλαμ.) 3. χαδιάρης («χαδιάρικο γατί»). επίρρ... χαδιάρικα Ν με χαδιάρικο… …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • χαϊδιάρης — α, ικο, Ν βλ. χαδιάρης …   Dictionary of Greek

  • χαϊδιάρης, -α, -ικο — βλ. χαδιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαϊδιάρικος — χαϊδιάρικος, η, ο και χαδιάρικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαδιάρη, χαδιάρης: Είναι χαϊδιάρικο παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»