-
1 χαδιάρης
[хадьярис] яг. ласковый, нежный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαδιάρης
-
2 ласковый
ласковый θωπευτικός, χαδιάρης· γλυκομίλητος (приветливый)* * *θωπευτικός, χαδιάρης; γλυκομίλητος ( приветливый)
См. также в других словарях:
χαδιάρης — και χαϊδιάρης, α, ικο, Ν (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν τα χάδια, εκείνος στον οποίο αρέσει να τού συμπεριφέρονται τρυφερά (α. «χαδιάρα γάτα» β. «χαδιάρικο παιδάκι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι / χάιδι + κατάλ. ιάρης (πρβλ. γκριν ιάρης)] … Dictionary of Greek
χαδιάρης, -α, -ικο — αυτός που αγαπά τα χάδια, αυτός που είναι συνηθισμένος στα χάδια: Έχει ένα χαδιάρικο παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαδιάρικος — η, ο, Ν [χαδιάρης / χαϊδιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαδιάρη («χαδιάρικο βλέμμα») 2. θωπευτικός, τρυφερός («μάς φέρνουν τη χαδιάρικη δροσιά τού Απρίλη», Παλαμ.) 3. χαδιάρης («χαδιάρικο γατί»). επίρρ... χαδιάρικα Ν με χαδιάρικο… … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
χαϊδιάρης — α, ικο, Ν βλ. χαδιάρης … Dictionary of Greek
χαϊδιάρης, -α, -ικο — βλ. χαδιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαϊδιάρικος — χαϊδιάρικος, η, ο και χαδιάρικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαδιάρη, χαδιάρης: Είναι χαϊδιάρικο παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)