-
1 ласковый
ласковый θωπευτικός, χαδιάρης· γλυκομίλητος (приветливый)* * *θωπευτικός, χαδιάρης; γλυκομίλητος ( приветливый) -
2 ласковый
ласков||ыйприл1. γλυκός, τρυφερός / θωπευτικός, χαϊδευτικός (об улыбке и т. п.)/ γλυκομίλητος (в обращении):\ласковый взгляд τό χαϊδευτικό βλέμμα· \ласковыйые слова τά τρυφερά λόγια·2. перен (нежащий, ласкающий) ἀπαλός, θωπευτικός:\ласковый ветерок τό ἀπαλό ἀεράκι. -
3 ласкательный
ласкательн||ыйприл χαϊδευτικός, θωπευτικός·. -
4 ласкательный
επ.1. θωπευτικός, χαϊδευτικός.2. παλ. κολακευτικός.3. (γραμμ.) χαϊδευτικός•-ые имена χαιδευτικά ονόματα.
-
5 ласковый
επ., βρ: -ков, -а, -о.χαϊδευτικός, θωπευτικός• χαϊδιάρης, -ρικος•ласковый ребёнок χαϊδιάρικο παιδάκι•
-ая мать χαϊδιάρα μάνα•
ласковый взгляд χαϊδευτικό βλέμμα.
|| ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκόλογος.
См. также в других словарях:
θωπευτικός — disposed to flatter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… … Dictionary of Greek
θωπευτικός — ή, ό επίρρ. ά τρυφερός, χαϊδευτικός: Θωπευτικοί λόγοι. – Την αγκάλιασε θωπευτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωπευτικά — θωπευτικός disposed to flatter neut nom/voc/acc pl θωπευτικά̱ , θωπευτικός disposed to flatter fem nom/voc/acc dual θωπευτικά̱ , θωπευτικός disposed to flatter fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικώτερον — θωπευτικός disposed to flatter adverbial comp θωπευτικός disposed to flatter masc acc comp sg θωπευτικός disposed to flatter neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικόν — θωπευτικός disposed to flatter masc acc sg θωπευτικός disposed to flatter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικοῖς — θωπευτικός disposed to flatter masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικοί — θωπευτικός disposed to flatter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικούς — θωπευτικός disposed to flatter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικῇ — θωπευτικός disposed to flatter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπευτικήν — θωπευτικός disposed to flatter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)