-
1 ласковый
ласковый θωπευτικός, χαδιάρης· γλυκομίλητος (приветливый)* * *θωπευτικός, χαδιάρης; γλυκομίλητος ( приветливый) -
2 к
кпредлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα13. (при указании назначения) γιά, σέ:сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·4. (при прикреплении, присоединении) σέ:приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·6. (для) προς, γιά·7. (при обозначении срока) κατά, προς:к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση. -
3 ласковый
ласков||ыйприл1. γλυκός, τρυφερός / θωπευτικός, χαϊδευτικός (об улыбке и т. п.)/ γλυκομίλητος (в обращении):\ласковый взгляд τό χαϊδευτικό βλέμμα· \ласковыйые слова τά τρυφερά λόγια·2. перен (нежащий, ласкающий) ἀπαλός, θωπευτικός:\ласковый ветерок τό ἀπαλό ἀεράκι. -
4 сладкогласный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно.1. γλυκόφωνος, ηδύφωνος• γλυκόλαλος.2. γλυκομίλητος, μελίρρυτος, μελιστάλακτος, μελι-σταγής• ηδύγλωσσος.
См. также в других словарях:
γλυκομίλητος — η, ο αυτός που μιλάει ευγενικά, ο ευπροσήγορος … Dictionary of Greek
γλυκομίλητος — η, ο ο γλυκόλογος, ο προσηνής: Η δασκάλα μου είναι γλυκομίλητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβροεπής — ές αυτός που μιλά ευγενικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁβρὸς + ἔπος] … Dictionary of Greek
αιμύλος — αἱμύλος, η, ον και ος, ον (Α) 1. (συνήθως για λέξεις, λόγια κ.λπ.) κολακευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος 2. (για ανθρώπους) δόλιος, πανούργος 3. με την προηγούμενη σημασία στον Αριστοφ. για την αλεπού (πρβλ. νεοελλ. φρ. «είναι αλεπού», δηλαδή… … Dictionary of Greek
ηδυετής — ές (Α ἡδυεπής, δωρ. τ. ἁδυεπής, ές, θηλ. ποιητ. τ. ἡδυέπεια) αυτός ο οποίος μιλάει με γλυκό τρόπο, ο γλυκομίλητος αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά, όμορφα, ο γλυκύφθογγος («ἡδυεπής λύρα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + επης (< έπος), πρβλ. ευρησι επής … Dictionary of Greek
ηδυφραδής — ἡδυφραδής, ές (Μ) αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φραδής (< φράζω ή < αμάρτυρο *φράδος), πρβλ. αρι φραδής, δολο φραδής] … Dictionary of Greek
ηδύγλωσσος — η, ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, ον) αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δί γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
καλομίλητος — η, ο (Μ καλομίλητος, ον) ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκομίλητος, πράος … Dictionary of Greek
καλόγλωσσος — η, ο (Μ καλόγλωττος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλά με καλά λόγια, ο γλυκομίλητος μσν. ο εύγλωττος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ηδύ γλωσσος, πολύ γλωσσος] … Dictionary of Greek
μειλιχόγηρυς — μειλιχόγηρυς, υ (Α) αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτό γηρυς, ποικιλό γηρυς)] … Dictionary of Greek
μειλιχόμυθος — μειλιχόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθό μυθος, εγγαστρί μυθος)] … Dictionary of Greek