-
1 φωνάζω
[фоназо] р. кричать, призывать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φωνάζω
-
2 вызывать
вызыватьнесов1. καλῶ, φωνάζω/ σηκώνω (ученика):\вызывать по телефону καλώ στό τηλέφωνο· \вызывать врача φωνάζω вызывать (или καλῶ) τό γιατρό· \вызывать в суд κλητεύω, καλώ στό δικαστήριο· \вызывать из комнаты φωνάζω ἀπ' τό δωμάτιο·2. (на состязание) προσκαλώ, (προ)καλῶ:\вызывать на соцсоревнование кого-л. (προσ)καλῶ κάποιον σέ σοσιαλιστική ἀμιλλα·3. (возбуждать) προκαλώ, προξενώ:\вызывать ссо́ру προκαλώ καυγα· \вызывать отвращение προξενώ ἀηδία, προκαλώ ἀπέχθεια· \вызывать аппетит ἀνοίγω τήν δρεξη, προκαλώ δρεξη· \вызывать подозрения διεγείρω ὑποψίες (или ὑπόνοιες)· \вызывать восторг προκαλώ τό θαυμασμό·4. (артистов) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
3 вызвать
вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)* * *1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζωвы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό
вы́звать такси́ — καλώ ταξί
вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώвы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον
3)вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)
-
4 а
а союз 1) противит. και, αλλά, όμως, μα; я его зову, а он не отвечает τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά 2) присоед. και; я написал письмо, а затем... έγραψα το γράμμα και ύστερα...◇ а именно δηλαδή* * *союз1) противит. και, αλλά, όμως, μαя его́ зову́, а он не отвеча́ет —τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά
2) присоед. καιя написа́л письмо́, а зате́м… — έγραψα το γράμμα και ύστερα…
••а и́менно — δηλαδή
-
5 вскрикивать
-
6 закричать
-
7 звать
звать 1) καλώ, φωνάζω' вас зовут σας καλούν, σας φωνάζουν 2) (называть) ονομάζω как вас зовут? πώς σας λένε; меня зовут... με λένε... 3) (приглашать) καλώ, προσκαλώ* * *1) καλώ, φωνάζωвас зову́т — σας καλούν, σας φωνάζουν
2) ( называть) ονομάζωкак вас зову́т? — πώς σας λένε
меня́ зову́т... — με λένε...
3) ( приглашать) καλώ, προσκαλώ -
8 кричать
-
9 окликать
-
10 такси
такси с το ταξί; вызвать \такси καλώ (или φωνάζω) ταξί* * *свы́звать такси́ — καλώ ( или φωνάζω) ταξί
-
11 докричаться
докричатьсясов1. (кого-л.) φωνάζω κάποιον δυνατά ὡς πού νά μ' ἀκούσει·2. (до чего-л.):\докричаться до хрипоты βραχνιάζω νά φωνάζω, ξελαρυγγίζομαι. -
12 звать
зватьнесов1. (позвать) καλώ, φωνά· ζω:\звать на помощь καλώ (или φωνάζω) σέ βοήθεια·2. (приглашать) προσκαλώ·3. (называть):\звать по и́мени φωνάζω μέ ὀνομα· как вас зову́т? πῶς σας λενε; πῶς ὁνομάζεστε; -
13 кричать
кричатьнесов φωνάζω, κραυγάζω, ξεφωνίζω:громко \кричать φωνάζω δυνατά· \кричать во все горло разг ξελαρυγγίζομαν ◊ \кричать караул καλῶ βοήθεια. -
14 называть
называть Iнесов1. (давать имя) ὁνομάζω, καλώ / βαφτίζω (при крещении)·2. (характеризовать) χαρακτηρίζω·3. (произносить название) ὁνομάζω:\называть имена φωνάζω τά ὁνόματα· ◊ \называть вещи своими именами λέγω τά σῦκα σῦκα καί τή σκάφη σκάφη· так \называтьемый ὁ λεγόμενος.называть IIнесов (приглашать) καλώ, προσκαλώ, φωνάζω (πολλούς). -
15 окликать
оклик||атьнесов φωνάζω:его окликнули τόν φώναξαν \окликатьать прохожего φωνάζω τόν διαβάτη. -
16 шикать
шикатьнесов разг I. (вспугивать) τρομάζω (μετ.)·2. (призывать к тишине) φωνάζω σσούτ, φωνάζω σιωπή·3. (освистывать) γιουχαίζω, ἀποδοκιμάζω. -
17 вскричать
-чу, -чишь, ρ.σ.1. αναφωνώ, φωνάζω, κράζω.2. καλώ, προσκαλώ, φωνάζω. -
18 вызвать
-зову, -зовешь, ρ.σ.μ.1. καλώ, φωνάζω•вызвать из дому φωνάζω να βγει από το σπίτι•
вызвать в суд κλητεύω.
|| (ξανα)βγάζω στη σκηνή•-ли певца аплодисментами με τα χειροκροτήματα έβγαλαν τον τραγουδιστή στη σκηνή.
2. καλώ•вызвать на соревнование καλώ σέ άμιλλα.
3. προκαλώ, προξενώ•вызвать радость προξενώ χαρά. -насмешки προξενώ τα γέλια•
вызвать гнев προκαλώ την οργή•
вызвать аппетит ανοίγω την όρεξη•
вызвать подозрение εγείρω υποψίες•
вызвать в память ανακαλώ στη μνήμη•
вызвать замешательство προξενώ σύγχυση.
|| σηκώνω•учитель -ал ученика к доске ο δάσκαλος σήκωσε το μαθητή στον πίνακα•
это может вызвать взрыв αυτό μπορεί να, προξενήσει έκρηξη.
καλούμαι• προσφέρομαι. -
19 выкликать
ρ.δ.μ. κ. αμ.1. φωνάζω, κράζω, καλώ ονοματίζοντας.2. φωνάζω•газеты! -ал газетчик εφημερίδες! φώναζε ο εφημεριδοπώλης.
-
20 выкричать
-чу, -чишь, ρ.σ.μ. (απλ.)1. φωνάζω όυνατά, κραυγάζω.2. πετυχαίνω, κατορθώνω με τις φωνές.κουράζομαι, να φωνάζω, ξελαρυγγίζομαι.
См. также в других словарях:
φωνάζω — φωνάζω, φώναξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φωνάζω — ΝΜ, και στον Ερωτόκρ. φωνιάζω Ν εκβάλλω ισχυρή φωνή, κραυγάζω νεοελλ. 1. λέω κάτι με δυνατή φωνή, μιλώ μεγαλόφωνα («μού φώναξε να πάω κοντά του») 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα («βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα το παιδί») 3. προσκαλώ («αν και είναι… … Dictionary of Greek
φωνάζω — φώναξα, μτβ. και αμτβ. 1. μιλώ μεγαλόφωνα, μιλώ δυνατά, κραυγάζω, βγάζω κραυγή, ξεφωνίζω: Μας ξεκούφανες έτσι που φωνάζεις. 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα, προσκαλώ, καλώ: Πήγε να φωνάξει το γιατρό. 3. καλώ κάποιον ονομαστικά: Τους φώναξε όλους ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοφωνάζω — φωνάζω άγρια, δυνατά, ξεφωνίζω, κραυγάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + φωνάζω] … Dictionary of Greek
παραφωνάζω — φωνάζω κάτι πολύ δυνατά, φωνάζω υπερβολικά … Dictionary of Greek
ξαναφωνάζω — φωνάζω ξανά, για μια ακόμη φορά … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος … Dictionary of Greek
επιβοώ — ἐπιβοῶ, άω (Α) 1. φωνάζω, κραυγάζω 2. (για κυνηγετικά σκυλιά) γαβγίζω 3. ψέλνω 4. εκφωνώ επί πλέον 5. επευφημώ 6. επικαλούμαι 7. φωνάζοντας δυνατά ζητώ βοήθεια 8. φωνάζω εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βοώ «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek
φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek