Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δηλαδή

  • 1 δηλαδή

    [дилади] σύνδ. то есть,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δηλαδή

  • 2 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 3 а

    а союз 1) противит. και, αλλά, όμως, μα; я его зову, а он не отвечает τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά 2) присоед. και; я написал письмо, а затем... έγραψα το γράμμα και ύστερα...◇ а именно δηλαδή
    * * *
    союз
    1) противит. και, αλλά, όμως, μα

    я его́ зову́, а он не отвеча́ет —τον φωνάζω, μα αυτός δεν απαντά

    2) присоед. και

    я написа́л письмо́, а зате́м… — έγραψα το γράμμα και ύστερα…

    ••

    а и́менно — δηλαδή

    Русско-греческий словарь > а

  • 4 как-то

    как-то 1) см. как-нибудь 1 2) (каким-то образом) κάπως, με κάποιο τρόπο я этого \как-то не заметил αυτό κάπως μου διέφυγε 3) (когда-то) κάποτε, καμιά μέρα \как-то раз μια φορά, μια μέρα 4) (α именно) δηλαδή
    * * *
    2) ( каким-то образом) κάπως, με κάποιο τρόπο

    я э́того ка́к-то не заме́тил — αυτό κάπως μου διέφυγε

    3) ( когда-то) κάποτε, καμιά μέρα

    ка́к-то раз — μια φορά, μια μέρα

    4) ( а именно) δηλαδή

    Русско-греческий словарь > как-то

  • 5 или

    σύνδ. διαζευκτικός
    1. ή, είτε•

    или... или... ή... ή..., είτε... είτε...

    2. μήπως, άραγε•

    или вы это не знаете? μήπως αυτό δεν το ξέρετε;

    3. εν εναντία περιπτώσει, άλλως, διαφορετικά•

    уходи или хуже будет φεύγα, διαφορετικά θάναι χειρότερα.

    || επεξηγηματικός• δηλαδή•

    земноводные или амфибии (συνώνυμα)•

    Константинополь или Царьград Κωνσταντινούπολη, δηλαδή Βασιλούπολη.

    Большой русско-греческий словарь > или

  • 6 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 7 именно

    именно ακριβώς' συγκεκρι μένα (конкретно) а \именно δη λαδή
    * * *
    ακριβώς; συγκεκριμένα (конкре́тно)

    а и́менно — δηλαδή

    Русско-греческий словарь > именно

  • 8 то

    I то I с. р. от тот II то II союз τότε ◇ то... то... πότε... πότε...· то тут, то там πότε εδώ, πότε εκεί II то есть (т. е.) δηλαδή
    * * *
    I с. р. от тот II союз
    ••

    то... то... — πότε…

    то тут, то там — πότε εδώ, πότε εκεί

    Русско-греческий словарь > то

  • 9 то есть

    (т. е.) δηλαδή

    Русско-греческий словарь > то есть

  • 10 а

    а I
    союз
    1. (при противопоставлении) καί:
    я остаюсь в Ленингра́де, а вы в Москве; ἐγώ μένω στό Λένινγκραντ, κι ἐσείς στήν Μόσχα;
    2. (после отрицания) ἀλλα:
    я приеду вас навестить не сегодня, а за́втра θά ἔρθω νά σᾶς ἰδῶ ὄχι σήμερα, ἀλλά αὐριο;
    3. (после предложений с уступительным смыслом) ὅμως, καί ὅμως, ὡστόσο:
    прошло́ десять лет с тех пор, а я все по́мню, как бу́дто э́то было вчера́ πέρασαν ἀπό τότε δέκα χρόνια, ὅμως ἐγώ ὅλα τά θυμάμαι σάν νά ήταν (ἐ)χθές; хотя́ я уже́ закончил работу, а все же хочу́ посмотреть ее еще раз ἄν καί τελείωσα τήν ἐργασία, ὡστόσο θέλω νά τήν κυττάζω ἀκόμη μιά φορά;
    4. (при присоединении) καί:
    он написал письмо́, а затем ушел ἐγραψε τό γράμμα καί ἔπειτα ἔφυγε
    5. (при пояснении с оттенком следствия) καί γι ' αὐτό, γιά τοῦτο:
    он еще слаб после боле́зни, а потому́ не выходит из дому εἶναι ἀκόμη ἀδύνατος ἀπό τήν ἀρρώστια καί γι ' αὐτό δέν βγαίνει ἀπό τό σπίτι του; ◊ а то, а не τό ἀλλιῶς, ειδεμή, γιατί; поспеши, а то опоздаешь κάνε γρήγορα, γιατί θ'ἀργήσης; а и́менно δηλαδή, ἤτοι.
    а II
    частица разг ἔ, τί λές:
    пойдем гуля́ть, а? πᾶμε νά περπατήσουμε, ἔ;; мальчик, а мальчик, подойди сюда μικρέ, ἔ, μικρέ! ἐλα ἐδῶ.
    а III
    межд (выраж. неожиданность, радость, боль, страх и т. п.) ἆ, ὦ:
    а, наконе́ц-то ты пришел! ἆ, ήρθες ἐπί τέλους!

    Русско-новогреческий словарь > а

  • 11 именно

    именно
    частица
    1. συγκεκριμένα:
    пришли́ все, а \именно·... ἡρθαν ὅλοι καί συγκεκριμένα...·
    2. (в смысле «то есть*) ἀκριβώς, δηλαδή, τουτέστι·
    3. (в смысле «как раз») ἀκριβώς:
    \именно так ἀκριβώς, ἔτσι ἀκριβώς· тебя \именно здесь не хватает ἐσύ μᾶς ἐλειπες· сколько \именно? πόσο ἀκριβώς· кто \именно? ποιος συγκεκριμμένα;, ποιος ἀκριβώς;· ◊ вот \именноΙ ἀκριβως!, αὐτό θἄ λεγα καΓ γώ.

    Русско-новогреческий словарь > именно

  • 12 как-то

    как-то
    нареч
    1. (каким-то образом) κάπως, μέ κάποιο τρόπο:
    он \как-то сумел уладить дело μπόρεσε μέ κάποιο τρόπο νά τακτοποιήσει τήν ὑπόθεση· все э́то \как-то странно ὅλ' αὐτά εἶναι κάπως παράξενα·
    2. (однажды) κάποτε, μιά φορά, μιά μέρα:
    я \как-то захрдил к нему́ μιά μέρα τόν ἐπισκέφτηκα· \как-то раз μιά φορά·
    3. (а именно) καί συγκεκριμένα, δηλαδή:
    все предприятия, \как-то:
    строительные, текстильные, полиграфические и т. д... ὀλες οἱ ἐπιχειρήσεις, καί συγκεκριμένα οἱ οἰκοδομικές, ὑφαντουργικές, τυπογραφικές κ.λ.π...·
    4. вопр. и относ, (каким образом, как) πῶς:
    \как-то еще закончится эта история πως θά τελειώσει αὐτή ἡ ιστορία;

    Русско-новогреческий словарь > как-то

  • 13 тминный

    тмин||ный
    прил ἀπό κύμινο:
    \тминныйная во́дка τό ρακί μέ κύμινο. τό I союз
    1. (тогда) τότε:
    если будет поздно, то не приходи́ ἐάν εἶναι ἀργά τότε μήν ἐρχεσαι· если так, то я не возражаю ἐάν εἶναι ἔτσι τότε δέν ἔχω ἀντίρρηση· 2.:
    то... то... πότε... πότε... ἄλλοτε... ἄλλοτε...· то один, то другой πότε ὁ ἔνας, πότε ὁ ἄλλος· 3.:
    не то... не то... ούτε... ὁὔτε...· не то снег, не то дождь ὁὔτε χιόνι οὔτε βροχή· ◊ и то хорошо́ πάλι καλα остался оди́и, (да) и то плохой ἔνας Εμεινε κι· αὐτός κακός· (а) не τό εἰδεμή, είδάλλως· то и дело κάθε λίγο καί λιγάκι· то есть δηλαδή, τοῦτ' ἔστιν. -το II частица перев. оборотом ἀκριβώς:
    этого-то я и хотел αὐτό ἀκριβῶς ήθελα· где-то он сеи́час? ποῦ νδναι αὐ-τήν τήν στιγμή. τό III ср. р. от тот.

    Русско-новогреческий словарь > тминный

  • 14 то

    то
    есть союз и частица δηλαδή, του-τέστι.

    Русско-новогреческий словарь > то

  • 15 то есть

    [το γιεστ'] συνδετ. μόρ. δηλαδή

    Русско-греческий новый словарь > то есть

  • 16 то есть

    [το γιεστ'] συνδετ. μόρ δηλαδή

    Русско-эллинский словарь > то есть

  • 17 значит

    επίρ.
    δηλαδή• συνεπώς• λοιπόν.

    Большой русско-греческий словарь > значит

  • 18 именно

    επίρ.
    1. συγκεκριμένα, για την ακρίβεια, ονομαστικά• δηλαδή•

    для этого требуются три вещи, а -: уменье, терпение и деньги γι αυτό χρειάζονται τρία πράγματα, συγκεκριμένα: ικανότητα, υπομονή και χρήματα•

    вот -! να ακριβώς! (ό,τι χρειάζεται)•

    -об этом идет речь ακριβώς γι αυτό γίνεται, λόγος•

    кто -? ποιος ακριβώς;•

    сколько -? πόσο ακριβώς;

    2. ναι, έτσι, πραγματικά.

    Большой русско-греческий словарь > именно

  • 19 как-то

    επίρ.
    1. κάπως, κατά τι, κατά κάποιον τρόπο•

    мне как-то не по себе α) κάπως δεν είναι καλά ή δεν ταιριάζει, β) κάπως δεν είμαι καλά (στην υγεία)•

    здесь как-то не уютно εδώ πάπως δεν είναι άνετα.

    2. πως, με ποιόν τρόπο.
    3. σαν να, σάμπως•

    я как-то встретил его на улице σάμπως να τον συνάντησα στο δρόμο.

    4. όπως, δηλαδή, παραδείγματος χάρη•

    все предприятия как-то: строительные, текстильные, транспортные... όλες οι επιχειρήσεις, όπως: οι οικοδομικές, υφαντουργικές, μεταφορών...

    εκφρ.
    как-то раз – μια φορά, κάποτε.

    Большой русско-греческий словарь > как-то

  • 20 сиречь

    (σύνδ. επεξηγηματικός)
    παλ. δηλαδή• μ άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > сиречь

См. также в других словарях:

  • δηλαδή — clearly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλαδή — (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ. μσν. νεοελλ. (ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιν νεοελλ. 1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σου δηλαδή με ειρωνεύεσαι») 2. ώστε… …   Dictionary of Greek

  • δηλαδή — σύνδ. επεξηγηματικός, λοιπόν, σαν να λέμε: Αναφέρεται πάντα σε δύο προϊστάμενους, δηλαδή στο διευθυντή και τον υποδιευθυντή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»