Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φτάνω

  • 81 доставать

    [ντοσταβάτ'] ρ φτάνω

    Русско-эллинский словарь > доставать

  • 82 доходить

    [νταχοντίτ'] ρ φτάνω

    Русско-эллинский словарь > доходить

  • 83 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 84 выбегать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) περιτρέχω, περιέρχομαι, γυρίζω τρέχοντας•

    выбегать весь город τρέχω (γυρίζω) όλη την πόλη.

    || φτάνω, επιτυγχάνω τρέχοντας.
    δεν μπορώ νά τρέξω άλλο.
    ρ.δ.
    βλ. выбежать.

    Большой русско-греческий словарь > выбегать

  • 85 выехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ.σ.
    1. αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•
    2. φτάνω (με μεταφ. μέσο).
    3. μτφ. χρησιμοποιώ προς όφελος, για κέρδος, βγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > выехать

  • 86 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 87 выровнять

    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ισοπεδώνω, ομαλύνω.
    2. ευθυγραμμίζω•

    выровнять шеренгу ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό.

    εκφρ.
    выровнять шаги – συμβαδίζω, πηγαίνω το ίδιο βήμα.
    1. ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι.
    2. ευθυγραμμίζομαι.
    3. (στρατ.) ζυγίζομαι.
    4. αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. || εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω•

    характер -лся ο χαρακτήρας έστρωσε.

    Большой русско-греческий словарь > выровнять

  • 88 выскочить

    -чу, -чишь, ρ.σ.
    1. ξεπηδώ, ξεπετιέμαι, πηδώ έξω• διαφεύγω, ξεφεύγω.
    2. μτφ. εμφανίζομαι απροσδόκητα• σχηματίζομαι, γίνομαι•

    у меня чирей -ил μου έγινε (ξεπετάχτηκε) καλόγηρος.

    3. ξεφεύγω, αποσπώμαι.
    4. σηκώνομαι, ξεπετάγομαι χωρίς την έγκριση•

    -со своими замечаниями ξεπετιέμαι και κάνω τις παρατηρήσεις μου.

    5. φτάνω γρήγορα στο σκοπό μου.
    εκφρ.
    выскочить из головы ή из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выскочить замуж – Βιάζομαι να παντρεφτω.

    Большой русско-греческий словарь > выскочить

  • 89 геркулесов

    -а, -о, επ. ηράκλειος, του Ηρακλή•

    - ы столбы ή столпы οι ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) ή το τελευταίο άκρο όριο•

    дойти до -ых столбов φτάνω ως το τελευταίο άκρο, όριο.

    Большой русско-греческий словарь > геркулесов

  • 90 добежать

    -бегу, -бежишь, -гут
    ρ.σ.
    τρέχω ως, φτάνω τρέχοντας.

    Большой русско-греческий словарь > добежать

  • 91 добиться

    -бьюсь, -бьшься
    ρ.σ.
    πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•

    наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•

    она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).

    || εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•

    к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.

    εκφρ.
    не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•
    не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > добиться

  • 92 добыть

    -буду, -будешь; παρλθ. χρ. добыл κ. добыл, -ла, добыло κ. добыло; προστκ. добудь; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. добытый, добыт, -а, -о κ. добыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω, βρίσκω•

    я с трудом -ыл необходимые книги με δυσκολία κατόρθωσα να βρω τα απαραίτητα βιβλία.

    || εξευρίσκω, αποκτώ, προμηθεύομαι•

    средства к существованию εξευρίσκω τα προς του ζειν.

    (κυνηγ.) χτυπώ, σκοτώνω, φονεύω• πιάνω.
    2. εξάγω, εξορύσσω, βγάζω.

    Большой русско-греческий словарь > добыть

  • 93 довертеть

    -верчу, -вертишь
    ρ.σ.μ.
    1. στρέφω, περιστρέφω, στρίβω, βιδώνω•

    осталось несколько гаек απόμεινε νά βιδώσω μερικά παξιμάδια.

    2. καταστρέφω από το πολύ γύρισμα•

    киноленту -ли до дыр η κινηματογραφική ταινία τρύπησε από το πολύ γύρισμα.

    περιστρέφομαι, στρίβομαι ως το τέλος. || γυρίζοντας φτάνω ως, καταλήγω•

    -лся до тюрьмы; γύρισε-γύρισε ώσπου κατέληξε στη φυλακή.

    Большой русско-греческий словарь > довертеть

  • 94 довести

    -веду, -ведшь; παρλθ. χρ. -вл, -ла, -ло; μτχ. παρλθ. доведший ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ ως, συνοδεύω, πηγαίνω κάποιον, φέρω ως•

    -йте меня до дому πηγαίνετε με ως το σπίτι•

    2. ανοίγω, διανοίγω, εκτείνω, φέρω•

    довести дорогу до районного центра διανοίγω δρόμο ως το επαρχιακό κέντρο.

    || φέρνω, φτάνω ως•

    довести дело до конца φέρω την υπόθεση σε πέρας.

    3. περιάγω, φέρω σε, οδηγώ, ωθώ,• довести до отчаяния φέρω ως την απελπισία•

    пьянство -ло его до преступления το μεθύσι τον οδήγησε ως το έγκλημα•

    довести вещи до крайности ωθώ τα πράγματα ως τα άκρα•

    довести кого до раскаяния κάνω κάποιον να μετανοήσει•

    довести преступника до сознания κάνω τον εγκληματία να παραδεχτεί το έγκλημα του•

    довести кого до слз κάνω κάποιον να δακρύσει•

    довести кого до бешенства κάνω κάποιον νά λυσσάξει (να εξοργιστεί)•

    довести кого до абсурда ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω κάποιον.

    4. ανακοινώνω, γνωστοποιώ, μεταδίνω•

    -до сведения публики γνωστοποιώ, φέρω σε γνώση του κοινού.

    5. ψέρω ως, ανεβάζω, αυξαίνω ή ελαττώνω•

    довести до минимума μειώνω στο ελάχιστο•

    довести продукциу до αυξαίνω την παραγωγή ως.

    -ись απρόσ. συμβαίνω, λαχαίνω, τυχαίνω• έρχομαι, ωθούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > довести

  • 95 доволочь

    -локу, -лочщь, παρλθ. χρ.-лок, -кла, -кло ρ.σ.μ. (απλ.) σέρνω, σύρω, τραβώ ως•

    с трудом -лок мешок до дому με δυσκολία έσυρα το τσουβάλι ως το σπίτι.

    || φέρω, οδηγώ ως•

    пьяного -кли до милиции το με θυσμένο τραβώντας τον τον πήγαν ως την αστυνομία.

    φτάνω με δυσκολία, σέρνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > доволочь

  • 96 догнать

    -гони, -гонишь, παρλθ. χρ. -гнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. догнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φτάνω', προφτάνω, πλησιάζω•

    он -ал его на полдороге αυτός τον πρόφτασε στα μισά του δρόμου.

    || εξισώνομαι, αναδείχνομαι εφάμιλλος.
    2. προωθώ, βγάζωί•

    стадо до пастбища βγάζω το κοπάδι στη βοσκή.

    Большой русско-греческий словарь > догнать

  • 97 догрести

    -гребу, -гребшь, παρλθ. χρ. догрб, -гребла, -ло ρ.σ.
    1. φτάνω κωπηλατώντας ως.
    2. μαζεύω με το δίκρανο, τρίκρανο ή το γράβαλο ως το τέλος•

    догрести сно απομαζεύω το χόρτο.

    Большой русско-греческий словарь > догрести

  • 98 додумать

    ρ.σ.μ. καλοσκέφτομαι, μου κόβει, σκέφτομαι ως•

    я ещё не -ал бтого до конца ακόμα δεν το σκέφτηκα ολοκληρωτικά.

    επινοώ, σοφίζομαι, φτάνω με τη σκέψη μου ως, σκέφτομαι ως.

    Большой русско-греческий словарь > додумать

  • 99 доехать

    -еду, -едешь
    ρ.σ.
    φτάνω ως, αφικνούμαι•

    ну, -ли, вылезайте λοιπόν, φτάσαμε, αποβιβαστείτε.

    (μτφ.) στενοχωρώ, σεκλετίζω, προξενώ στενοχώρια, δυσφορία.

    Большой русско-греческий словарь > доехать

  • 100 дожить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. дожил, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. дожитый, βρ: -жит, -а, -ο ρ.σ.
    1. ζω ως•

    -до возвращения сына ζω ως το γυρισμό του γιου•

    он не -вт до весны αυτός δε θα ζήσει ως την άνοιξη.

    || φτάνω, καταντώ, περιέρχομαι σε κατάσταση•

    до чего он -йл! που έφτασε! πως κατάντησε να ζει!

    2. περνώ, διαβιώ•

    он -ил лето на даче πέρασε αυτός στην έπαυλη όλο το καλοκαίρι.

    3. ξοδεύω για να ζήσω•

    дожить последние деньги ξοδεύω για να ζήσω και τα τελευταία χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > дожить

См. также в других словарях:

  • φτάνω — (σπάν. φθάνω), έφτασα (σπάν. έφθασα), φτασμένος βλ. πίν. 1 (και ως απρόσ. φτάνει) Σημειώσεις: φτάνω : η μτχ. φτασμένος χρησιμοποιείται κυρίως με την ειδική έννοια → πετυχημένος και αναγνωρισμένος στον τομέα του (π.χ. φτασμένος καλλιτέχνης) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φτάνω — Ν βλ. φθάνω …   Dictionary of Greek

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη …   Dictionary of Greek

  • παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοφτάνω — Ν φτάνω κάπου πρώτος, πριν από τους άλλους ή φτάνω κάπου για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»