-
21 достичь
достичь 1) (добиться) απο χτώ, πετυχαίνω 2) (какого-л. места) φτάνω* * *1) ( добиться) αποχτώ, πετυχαίνω2) (какого-л. места) φτάνω -
22 настать
-
23 наступить
I наступить I (ногой) πατώ II наступить II (настать) έρχομαι, φτάνω, αρχίζω* * *I( ногой) πατώII( настать) έρχομαι, φτάνω, αρχίζω -
24 недоставать
недоставать λείπω* δεν επαρκώ, δε φτάνω (не хватать)' \недоставатьёт... λείπει...* * *λείπω; δεν επαρκώ, δε φτάνω ( не хватать)недостаёт... — λείπει...
-
25 прибыть
-
26 приехать
-
27 прилетать
-
28 финишировать
финишировать τερματίζω; \финишировать первым φτάνω στο τέρμα πρώτος* * *финиши́ровать пе́рвым — φτάνω στο τέρμα πρώτος
-
29 хватать
I хватать Ι (схватывать) αρπάζω, πιάνω II хватать II (быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνω· мне \хвататьет... μου αρκεί...· не \хвататьет времени δε φτάνει ο καιρός* * *I( схватывать) αρπάζω, πιάνωII( быть достаточным) επαρκώ, είμαι αρκετός, φτάνωмне хвата́ет... — μου αρκεί…
не хвата́ет вре́мени — δε φτάνει ο καιρός
-
30 явиться
-
31 договариваться
договаривать||ся1. συνάπτω συμφωνία[ν], συμβάλλομαι, συνομολογώ, συμφωνώ (приходить к соглашению)/ συνεννοούμαι, συμφωνώ μέ κάποιον (уславливаться ὁ чем-л.)/ διαπραγματεύομαι (вести переговоры):\договариватьсяся с кем-л. συμφωνώ (или συνεννοούμαι) μέ κάποιον2. (до чего-л.) разг:\договариватьсяся до абсурда φτάνω νά λέω ἀνοησίες, φτάνω νά λέω παράλογα πράγματα· ◊ Высокие Договаривающиеся стороны дип. τά ὑψηλά συμβαλλόμενα μέρη, οἱ ὑψηλοί συμβαλλόμενοι. -
32 докатиться
докатить||ся1. κατρακυλάω ὡς κάπου:мяч докатился до забора ἡ μπάλλα κατρακύλησε ὡς τό φράχτη·2. перен φτάνω, καταντώ:вот до чего́ он докатился! νά ποῦ κατάντησε!, νά ποῦ κατρακύλησε!· \докатитьсяся до преступления φτάνω ὡς τό Εγκλημα (или μέχρι ἐγκλήματος). -
33 домчаться
домчать||сяφτάνω γρήγορα, φτάνω καλπάζοντας. -
34 доставать
доста||ва́тьнесов1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:\доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:\доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:\доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·2. безл разг:ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του. -
35 залетать
залетатьнесов, залететь сов1. (влетать) φτάνω κάπου πετώντας, μπαίνω πετώντας·2. (далеко) φτάνω μακρυά (πετώντας):\залетать за Полярный круг πετώ πέρα ἀπ' τό πολικό κύκλο·3. (куда-л. по пути) разг πηγαίνω (или σταματώ) κάπου,(μέ τό ἀεροπλάνο):залететь на мину́тку домой πετιέμαι μιά στιγμή στό σπίτι. -
36 добрести
-бреду, -бредшь, παρλθ. χρ., добрл, -брела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. добредший ρ.σ. φτάνω μέ δυσκολία, σέρνομαι• ως•так мы устали, что еле до дому -ли τόσο κουραστήκαμε, που μόλις και, μετά βίας φτάσαμε ως το σπίτι.
|| φτάνω σιγοβαδίζοντας•гуляя, мы -ли до реки περιπατώντας φτάσαμε ως το ποτάμι.
-
37 донестись
-сусь, -сшься, παρλθ. χρ. донсся, -неслась, -лось ρ.σ.1. διαδίδομαι ως, ξαπλώνω, -ομαι, φτάνω ως•-несся запах дыма έφτασε ως εμάς η μυρουδιά του καπνού•
до-нсся слух διαδόθηκε η φήμη.
2. φτάνω ολοταχώς ως. -
38 настичь
κ. настигнуть-тигну, -тигнешь, παρλθ. χρ. настиг-ла, -ло, προστκ. настигни, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. настигнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. φτάνω, προφταίνωκυ-νηγώντας, τρέχοντας•настичь беглецов φτάνω τους -δραπέτες.
2. βρίσκω, πετυχαίνω• πιάνω•предателей -ла злая кара οι προδότες τιμωρήθηκαν, αυστηρότατα•
нас -ла буря μας έπιασε μπόρα (θύελλα).
-
39 подъехать
-ду, -едешьρ.σ. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, φτάνω, προσεγγίζω (με μεταφορικό μέσο). || φτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι• ε πισκέπτομαι. || μτφ. (απλ.) έρχομαι με σκοπό (κυρίως πονηρό). -
40 прибежать
ρ.σ.φτάνω, τερματίζω τρέχοντας•прибежать первым φτάνω πρώτος•
он -ал, запыхавшись αυτός έφτασε λαχανιασμένος.
См. также в других словарях:
φτάνω — (σπάν. φθάνω), έφτασα (σπάν. έφθασα), φτασμένος βλ. πίν. 1 (και ως απρόσ. φτάνει) Σημειώσεις: φτάνω : η μτχ. φτασμένος χρησιμοποιείται κυρίως με την ειδική έννοια → πετυχημένος και αναγνωρισμένος στον τομέα του (π.χ. φτασμένος καλλιτέχνης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτάνω — Ν βλ. φθάνω … Dictionary of Greek
φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
πρωτοφτάνω — Ν φτάνω κάπου πρώτος, πριν από τους άλλους ή φτάνω κάπου για πρώτη φορά … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek