-
41 привалить
-алю -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приваленный, βρ: -лен -а -о ρ.σ.1. μ. σπρώχνω, ωθώ•привалить камень ко входу σπρώχνω πέτρα στην είσοδο.
|| ακουμπώ, στηρίζω-2. (ναυτ.) αράζω, ορμίζω πλοίο.3. έρχομαι, φτάνω. || καταφτάνω• συγκεντρώνομαι. || μτφ. επέρχομαι, ενσκήπτω.1. ακουμπώ, στηρίζομαι.2. αράζω, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ.3. έρχομαι, φτάνω. -
42 приспеть
ρ.σ.1. (απλ.) έρχομαι, φτάνω•помощь -еет θα έρθει η βοήθεια.
2. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω, φτάνω•но погоди: приспеют годы όμως περίμενε: θά ρθουν τα χρόνια•
приспеть ло время έφτασε ο καιρός.
-
43 выехать
1. (уехать) αναχωρώ, φεύγω 2. (прибыть куда-л.) φθάνω/φτάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выехать
-
44 приходить
έρχομαι, φτάνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приходить
-
45 вдаваться
вдаватьсянесоз. μπαίνω, ἐΐσέχω; ◊ \вдаваться в крайности φτάνω σέ ἀκρότητες; \вдаваться в подробности μπαίνω στίς λεπτομέρειες, ἐξετάζω λεπτομερώς; \вдаваться в тонкости λεπτολογώ, ἐξονυχίζω. -
46 выражаться
выража||ться1. (высказываться) ἐκφράζομαι, διατυπώνομαι:\выражатьсяться точно и кратко ἐκφράζομαι μέ ἀκρίβεια καί συντομία·2. (проявляться) παρουσιάζομαι, ἐκδηλώνομαι, φανερώνομαι·3. (находить свое выражение в цифрах, сумме и т. п.) ἀνέρχομαι, φτάνω:расходы \выражатьсяются в сумме... τά ἐξοδα φτάνουν (или ἀνέρχονται) σέ...· мягко выражаясь γιά νά μή πῶ τίποτε περισσότερο. -
47 добегать
добегатьнесов φθάνω τρέχοντας, προ-φτάνω τρέχοντας, τοέχω ὡς κάπου, τρέχω ὡς ἕνα σημείο. -
48 добрасывать
добрасывать(до чего, до кого) несов ρίχνω ὡς ἕνα ὁρισμένο σημείο, φτάνω, ρίχνοντας. -
49 добрести
добрестисов φτάνω μέ δυσκολία (с трудом)/ σέρνομαι, σύρομαι ὡς (потихоньку). -
50 догнать
догнатьсов см. догонять· \догнать и перегнить φτάνω καί ξεπερνώ. -
51 догонять
догонятьнесов φτάνω, φθάνω, προ-φθάνω κάποιον. -
52 доезжать
доезжа||тьнесов καταφθάνω, φτάνω κάπου (μέ μεταφορικό μέσο):он сошел с поезда, не доехав до города κατέβηκε ἀπό τό τραίνο πρίν νά φθάσει στήν πόλη. -
53 докатить
докатитьсов, докатывать несов1. (до чего-л.) κυλώ ὡς ἕνα σημείο·2. (быстро доехать) φτάνω (φθάνω) γρήγορα. -
54 доноситься
доноситься Iсов (об одежде, обуви) см. донашиваться.доноси́||ться IIнесов1. (о звуках) ἀκοῦομαι, ἀντηχῶ:\доноситьсялись крики ἀκούστηκαν φωνές·2. (о слухах):до меня доносятся слу́хи, что... ἐφτασαν στ· αὐτιά μου φήμες, ὀτι...·3. (домчаться) φτάνω, φθάνω. -
55 доползать
доползатьнесов, доползти́ сов σεράι ὠς, φτάνω σερνάμενος ὠς. -
56 дорастать
дорастатьнесов, дорасти́ сов μεγαλώνω / φτάνω τήν ἡλικία (о человеке). -
57 дорваться
дорватьсясов (до чего-л.) разг φτάνω κάτι / ρίχνομαι (или πέφτω) μέ τά μούτρα (с жадностью накинуться):\дорваться до еды ρίχνομαι στό φαΐ. -
58 достаточный
достаточн||ыйприл ἀρκετός, ἐπαρκής:\достаточныйые основа́ния οἱ ἀρκετοί λόγοί быть \достаточныйым ἐπαρκώ, φτάνω. -
59 дотягиваться
дотягиватьсянесов (до чего-л.) φτάνω (или φθάνω) ἀφοῦ τεντωθώ, ἀγγίζω. -
60 драка
драк||аж ὁ καυγάς, ὁ τσακωμός, ἡ συμπλοκή:затеять \дракау κάνω καυγά· доходить до \дракаи Ερχομαι στά χέρια, φτάνω σέ καυγά.
См. также в других словарях:
φτάνω — (σπάν. φθάνω), έφτασα (σπάν. έφθασα), φτασμένος βλ. πίν. 1 (και ως απρόσ. φτάνει) Σημειώσεις: φτάνω : η μτχ. φτασμένος χρησιμοποιείται κυρίως με την ειδική έννοια → πετυχημένος και αναγνωρισμένος στον τομέα του (π.χ. φτασμένος καλλιτέχνης) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φτάνω — Ν βλ. φθάνω … Dictionary of Greek
φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β … Dictionary of Greek
άκρο — το (Α ἄκρον) 1. το ακραίο, το έσχατο ή το υψηλότερο σημείο ενός πράγματος ή τόπου, η άκρη 2. μτφ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώτατος βαθμός, το όριο, και νεοελλ. συνεκδ. υπερβολή, ακρότητα νεοελλ. 1. στον πληθ. τα άκρα* (άνω και κάτω), τα ακραία μέλη … Dictionary of Greek
παραφθάνω — ΝΑ, παραφτάνω Ν νεοελλ. είμαι υπεραρκετός, επαρκώ σε μέγιστο βαθμό, φτάνω και περισσεύω («φτάνω και παραφτάνω») αρχ. 1. προλαμβάνω, προφθάνω, καταφθάνω, φθάνω κάποιον καταδιώκοντας τον 2. μέσ. παραφθάνομαι μτφ. υπερτερώ, υπερέχω από κάποιον, τόν… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
πρωτοφτάνω — Ν φτάνω κάπου πρώτος, πριν από τους άλλους ή φτάνω κάπου για πρώτη φορά … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek