-
1 φιλαργυρος
-
2 φιλάργυρος
η, ρ [ος, ον ] 1. скупой; скаредный (прост.);είμαι φιλάργυρος — быть скрягой; — скряжничать (разг);
2. (ο) скупец; скряга (разг) -
3 φιλάργυρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλάργυρος
-
4 φιλάργυρος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φιλάργυρος
-
5 φιλάργυρος
сребролюбивый, любящий деньги.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φιλάργυρος
-
6 φιλάργυρος
2 сребролюбивый, скряга -
7 φιλάργυρος
[филаргирос] επ скаредный, скупой. -
8 αφιλαργυρος
-
9 5366
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5366
См. также в других словарях:
φιλάργυρος — fond of money masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάργυρος — η, ο / φιλάργυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπερβολικά τα αργύρια, το χρήμα, φιλοχρήματος, τσιγκούνης νεοελλ. 1. ως κύριο όν. Ο Φιλάργυρος τίτλος ονομαστής κωμωδίας τού Μολιέρου 2. παροιμ. «στον φιλάργυρο τα γρόσα καθώς στον νεκρό η γλώσσα»… … Dictionary of Greek
φιλάργυρος — η, ο αυτός που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, ο παθολογικά φειδωλός, ο τσιγκούνης, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο εξηνταβελόνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλαργυρώτατον — φιλάργυρος fond of money masc acc superl sg φιλάργυρος fond of money neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλάργυρον — φιλάργυρος fond of money masc/fem acc sg φιλάργυρος fond of money neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτη — φιλάργυρος fond of money fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτοις — φιλάργυρος fond of money masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτου — φιλάργυρος fond of money masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρωτάτους — φιλάργυρος fond of money masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργυρώτατος — φιλάργυρος fond of money masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλαργύροις — φιλάργυρος fond of money masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)