-
1 Φάγαμε ψωμί κι αλάτι
• Друга узнать – вместе пуд соли съестьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φάγαμε ψωμί κι αλάτι
-
2 αλάτι
τό1) соль;μαγειρικό αλάτι — поваренная соль;
μαύρο ( — или χοντρό) αλάτι — каменная соль;
αλάτι της Εγγλιτέρας — английская соль;
2) перен. соль, остроумие, тонкость выражения;οι κουβέντες σου δεν έχουν ντίπ αλάτι — в твоих словах нет ни капельки остроумия;
§ φάγαμε μαζί ψωμί κι· αλάτι — мы с ним не один пуд соли съели;
τον έκαμε τ· αλατιού он из него сделал котлету;δεν φοβάται ο παστουρμάς τ· αλάτι — посл, он прошёл (сквозь) огни и воды и медные трубы
-
3 αντάρα
η1) туман, мгла; 2) ненастная погода; шторм; 3) шум, гам; скандал;§ ήπιαμε (φάγαμε) πού πήγε αντάρα — напились (наелись) на славу
-
4 ρεφενέ
επίρρ. совместно, сообща, вместе; на паях, в складчину;φάγαμε ρεφενέ — мы пообедали в складчину
-
5 τρώει
τό νταούλι (или τό χταπόδι) он получил по первое число;έφαγε την παπάρα (или την χυλόπιττα) он остался с носом, ушёл не солоно хлебавши (при сватовстве); τρώει σά λύκος он ненасытен как волк; φάγαμε το βόϊδι και απόμεινε η ουρά του дело близится к концу; τρων τα σάλια τους их водой не разольёшь; δεν τρώει αχερα его на мякине не проведёшь; έφαγε το ψωμί του он изжил себя, устарел; έφαγα το ψωμί του я ел его хлеб; τό τρώω και με τρώει кусок в горло не идёт; η μάννα τρώει και τού παιδιού δε δίνει пальчики оближешь; τρώω έναν περίδρομο наедаться до отвала;τρώει τον κόσμο — обыскать весь свет;
τον τρώει η γλώσσα του у него язык чешется;έφαγα τα συκώτια μου я приложил все усилия, я сделал всё возможное; φάτε, μάτια, ψάρια και κοιλιά περ||δρομο погов, око видит, да зуб неймёт; οι γονιοί τρων τα δαμάσκηνα και τα παιδιά μουδιάζουν посл, за ошибки родителей приходится расплачиваться детям; άς τρώει η γριά κι' ας μουρμουρίζει ο γέρος погов, не до дружка — до своего брюшка; όποιος έχει γρόθο τρώει καρύδια посл, сильный сколько сможет, столько и сгложет;1) — быть съедобным;τρώειομαι
2) быть сносным, терпимым;δεν τρώειεται — это нестерпимо;
3) упорно добиваться, домогаться, стараться изо всех сил;φαγώθηκε να 'ρθειμαζί μου он очень хотел прийти со мной;μιά ώρα με τρώειεταινάτοβ δώσω δανεικά — он целый час клянчил у меня взаймы;
4) ссориться, конфликтовать; грызться (прост.);τρώειονται σαν τα σκυλιά — они грызутся как собаки;
5) изнашиваться, истрёпываться;§ τρώειεται με τα ρούχα του — он вечно брюзжит;
μήτε ωμός τρώειεται, μήτε ψημένος — с ним каши не сваришь;
δεν τρώειονται όλα όσα πέτονται — погов, не всё то золото, что блестит
-
6 ψωμί
τό1) хлеб;ψωμί σιταρένιο — пшеничный хлеб;
άσπρο (μαύρο, μπαγιάτικο) ψωμί — белый (чёрный, чёрствый) хлеб;
ένα κομμάτι ψωμί — ломоть или кусочек хлеба;
ψωμί μονό — ока хлеба;
ψωμί διπλό — два ока хлеба;
2) хлеб; еда, кушанье, пища;έφαγε ψωμί — к' έφυγε αμέσως — поел и сейчас же ушёл;
§ βγάζω το ψωμί μου — зарабатывать свой хлеб, зарабатывать себе на пропитание;
παίρνω το ψωμί κάποιου — отбивать у кого-л. хлеб;
έχω το ψωμί μου — иметь свои с;
редства; иметь средства существования;τρώγω ψωμί και σουγιά — перебиваться с хлеба на квас;
δεν έχει ψωμί να φάει — он голодает;
αυτή η δουλειά έχει ψωμί — это хлебная должность;
λίγα είναι τα ψωμιά του — он долго не протянет;
φάγαμε ψωμί κι' αλάτι μαζί — мы с ним вместе пуд соли съели; — мы с ним старые друзья;
θα φδς πολλά ψωμιά ακόμα — а) придётся тебе ещё потрудиться; — б) тебя ещё многое ожидает, тебе ещё многое придётся увидеть;
ψωμί δεν εχουμε, ρεπανάκια γιά την όρεξη γυρεύομε — погов, ест орехи, а на зипуне прорехи
См. также в других словарях:
Πάσχα — Μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές της χριστιανοσύνης, η οποία γίνεται σε ανάμνηση του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού. Αρχικά ήταν εβραϊκή γιορτή (ο όρος προέρχεται από το εβραϊκό πεσάχ = διάβαση), που συνδεόταν με τη βιβλική… … Dictionary of Greek
άλας — Βλ. λ. άλατα. * * * ( ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, το αρχ. και ἅλς ἁλός, ο) 1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων (βλ. λ. άλατα) 2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει… … Dictionary of Greek
κουκιόζουμο — το 1. το ζουμί τών κουκιών 2. παροιμ. «και χθες κουκιά φάγαμε και σήμερα κουκιόζουμο» λέγεται γι αυτούς που ζουν φτωχικά … Dictionary of Greek
μεσημέρι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 930 κάτ.) στην πρώην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Βρίσκεται 4 χλμ. Δ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Έδεσσας. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 1.338 κάτ.) του νομού… … Dictionary of Greek
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
ψαρικός — ή, ό, Ν [ψάρι (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ψάρια 2. το θηλ. ως ουσ. η ψαρική η αλιευτική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. το ψαρικό ψάρι, είδος αλιείας («δεν φάγαμε κανένα ψαρικό ολόκληρο τον μήνα») … Dictionary of Greek
ψωμί — το / ψωμίον, ΝΜΑ, και ψωμίν Μ ζύμη από αλεύρι, νερό και αλάτι, που ψήνεται στον φούρνο και αποτελεί την κυριότερη τροφή τού ανθρώπου, άρτος (α. «τρώει σκέτο ψωμί» β. «καὶ ἐμβάξας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ… … Dictionary of Greek
αλάτι — το ιού 1. το χλωριούχο νάτριο που παίρνεται με εξάτμιση από το θαλασσινό νερό ή το ίδιας σύστασης ορυκτό (ορυκτό αλάτι): Το αλάτι νοστιμεύει το φαγητό. 2. ονομασία διάφορων σωμάτων που μοιάζουν με το αλάτι (αλάτι αμμωνιακό, φωσφορικό, του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλιγούρευτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προκαλεί μεγάλη επιθυμία: Το φαγητό ήταν αλιγούρευτο και με δυσκολία το φάγαμε. 2. αυτός που δε νιώθει μεγάλη επιθυμία: Είχε καταντήσει να ναι για όλα αλιγούρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχώνευτος — η, ο 1. αυτός που δε χωνεύεται: Αχώνευτο το χω το φαγητό που φάγαμε. 2. αυτός που δεν έλιωσε (για μέταλλα): Το μολύβι ήταν ακόμη αχώνευτο. 3. ανυπόφορος, αντιπαθητικός: Είναι άνθρωπος αχώνευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)