Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

στερώ

  • 1 στερώ

    (ε) μετ. лишать, отнимать;

    στερώ κάποιον των εκλογικών του δικαιωμάτων — лишать кого-л. избирательных прав;

    στερώ την ελευθερία κάποιου — лишать кого-л. свободы;

    στερώ κάποιον τού βαθμού — лишать звания, разжаловать;

    στερούμαι

    1) — жить в лишениях, терпеть лишения, нужду;

    нуждаться;
    2) лишаться (чего-л.); нести утрату, потерю

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στερώ

  • 2 στερώ

    [старо] ρ лишать, отнимать.

    Эллино-русский словарь > στερώ

  • 3 στερεω

         στερέω
        (fut. στερήσω и στερῶ, aor. ἐστέρησα - эп. inf. στερέσαι, pf. ἔστέρηκα; pass.: fut. στερήσομαι и στερηθήσομαι, part. aor. 2 στερείς) лишать
        

    (τινά τινος Hom., Aesch., Soph., Thuc. etc.)

        αἰῶνός τινα σ. Aesch.лишать кого-л. жизни;
        τῶν ὀμμάτων στερηθῆναι Her. — лишиться зрения;
        φροντίδος στερηθείς Aesch. — безумный;
        μετοικίας τῆς ἄνω στερηθῆναι Soph. — лишиться обитания в горнем мире, т.е. погибнуть;
        φασγάνῳ τινὸς βίον στερείς Eur.погибший от чьего-л. меча;
        τὸ ἐστερῆσθαι филос. Arst. — лишение, неимение, отсутствие

    Древнегреческо-русский словарь > στερεω

  • 4 δικαίωμα

    τό
    1) право;

    πολιτικά δικαίώματα — политические права;

    δικαίωμα ψήφου — право голоса;

    τα πλήρη δικαίώματα — полноправие;

    αποκατάσταση (στέρηση) των δικαίωμάτων — восстановление (поражение) в правах;

    έχω δικαίωμα γιά κάτι — иметь право на что-л.;

    στερώ των δικαίωμάτων — лишать прав;

    με πλήρες δικαίωμα — с полным правом;

    2) полномочия;
    3) разрешение;

    δίδω το δικαίωμα να., — позволять, разрешать...;

    4) πλ. налог, сбор;
    5) (чаще πλ.) гонорар, оплата

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δικαίωμα

  • 5 ιθαγένεια

    η гражданство;

    αποκτώ ιθαγένεια — принимать гражданство;

    αφαιρώ την ιθαγένεια — или στερώ της ιθαγένείας — лишать гражданства

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιθαγένεια

  • 6 στέγη

    η
    1) крыша, кровля; 2) перен. дом, кров; приют;

    πατρική στέγη' — отчий дом;

    πρόβλημα στέγης — жилищный вопрос;

    είμαι χωρίς στέγη — не иметь пристанища, быть бездомным;

    μένω χωρίς στέγη — оставаться без крова;

    στερώ στέγης — лишать крова;

    βρίσκω στέγη — находить приют, убежище;

    υπό την αυτήν στέγην — под одной крышей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέγη

  • 7 στερεύομαι

    см. στερούμαι (см. στερώ)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στερεύομαι

  • 8 ψωμί

    τό
    1) хлеб;

    ψωμί σιταρένιο — пшеничный хлеб;

    άσπρο (μαύρο, μπαγιάτικο) ψωμί — белый (чёрный, чёрствый) хлеб;

    ένα κομμάτι ψωμίломоть или кусочек хлеба;

    ψωμί μονό — ока хлеба;

    ψωμί διπλό — два ока хлеба;

    2) хлеб; еда, кушанье, пища;

    έφαγε ψωμί — к' έφυγε αμέσως — поел и сейчас же ушёл;

    § βγάζω το ψωμί μου — зарабатывать свой хлеб, зарабатывать себе на пропитание;

    στερώто ψωμί κάποιου — отнимать хлеб у кого-л.;

    παίρνω το ψωμί κάποιου — отбивать у кого-л. хлеб;

    έχω το ψωμί μου — иметь свои с;

    редства; иметь средства существования;

    τρώγω ψωμί και σουγιά — перебиваться с хлеба на квас;

    δεν έχει ψωμί να φάει — он голодает;

    αυτή η δουλειά έχει ψωμί — это хлебная должность;

    λίγα είναι τα ψωμιά του — он долго не протянет;

    φάγαμε ψωμί κι' αλάτι μαζί — мы с ним вместе пуд соли съели; — мы с ним старые друзья;

    θα φδς πολλά ψωμιά ακόμα — а) придётся тебе ещё потрудиться; — б) тебя ещё многое ожидает, тебе ещё многое придётся увидеть;

    ψωμί δεν εχουμε, ρεπανάκια γιά την όρεξη γυρεύομε — погов, ест орехи, а на зипуне прорехи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψωμί

См. также в других словарях:

  • στερώ — στερῶ, έω, ΝΜΑ αφαιρώ από κάποιον κάτι (α. «τού στέρησαν την ελευθερία του» β. «στερεῑν μισθόν», Ανθ.Παλ.) νεοελλ. παθ. στερούμαι μού λείπει κάτι, κυρίως έχω έλλειψη αναγκαίων για τη ζωή μέσων, υποφέρω από ένδεια («έζησε στερημένη ζωή») αρχ. (το… …   Dictionary of Greek

  • στερώ — στερώ, στέρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στέρω — Α αχρ. τ. ενεστ. τού ρ. στέρομαι* …   Dictionary of Greek

  • στερώ — στέρησα, στερήθηκα, στερημένος, αφαιρώ κάτι από κάποιον: Μου στέρησαν την ελευθερία μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερῶ — στερέω deprive aor subj pass 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive fut ind act 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres subj act 1st sg (attic epic doric) στερέω deprive pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατέμβω — (Α) 1. κακομεταχειρίζομαι, στερώ 2. παθ. στερούμαι, χάνω 3. μέσ. επιπλήττω, κατακρίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. dabhnόti «βλάπτω», dambhά , αρσ. «απάτη». Το α του ατέμβω πιθ. αθροιστικό ή επιτατικό. Το ρ. ατέμβω… …   Dictionary of Greek

  • ατίζω — ἀτίζω (Α) 1. δεν τιμώ κάποιον, αδιαφορώ 2. στερώ κάποιον από την τιμή που του οφείλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + θέμα του τίω, σπάνιος σχηματισμός ρήματος σε ίζω, που δεν είναι ονοματικό παράγωγο, με πιθανή επίδραση του ατιμάζω ή του ουκ αλεγίζω …   Dictionary of Greek

  • ξεκληρώ — έω και άω (Μ ξακληρῶ, έω) ξεκληρίζω μσν. στερώ από κάποιον εδάφη ή άλλη περιουσία που τού ανήκουν με κληρονομικό δικαίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχικά ξακληρῶ < ξ(ε) * + ἀκληρῶ «στερώ από κάποιον εδάφη που τού ανήκουν», απ όπου το ξεκληρώ] …   Dictionary of Greek

  • ορφανίζω — (Α ὀρφανίζω) [ορφανός] κάνω κάποιον ορφανό, τού στερώ τους γονείς αρχ. 1. στερώ, αποστερώ («ὀρφανίζεσθαι τῶν φίλων», Γοργι.) 2. εκβάλλω, αφαιρώ 3. απαλείφω, εξαλείφω …   Dictionary of Greek

  • παραιρώ — έω, Α [αιρώ] 1. απομακρύνω κάτι από κάποιον, αποσύρω 2. (με γεν. διαιρ.) αφαιρώ μέρος από ένα όλον («τῆς λύπης παραιρεῑν εἰς τὸ ἐνδεχόμενον», Υπερ.) 3. μέσ. παραιροῡμαι, έομαι α) αποσπώ κάτι από κάποιον και τό οικειοποιούμαι («πόλεις παραιρεῑται… …   Dictionary of Greek

  • στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»