-
1 слушаться
-
2 obéir
υπακούω -
3 poslechnout
υπακούω -
4 uposlechnout
υπακούω -
5 obey
υπακούω -
6 usłuchać
υπακούω -
7 повиноваться
-нугась, -нуешьсяρ.δ., παρλθ. χρ. σ. υπακούω, υποτάσσομαι, πειθαρχώ•беспрекословно υποτάσσομαι αναντίρρητα•
законам υπακούω στους νόμους•
повиноваться приказанию υπακούω στη διαταγή•
повиноваться рассудку υπακούω στο λογικό•
повиноваться старшим υπακούω στους μεγαλύτερους (πρεσβύτερους).
-
8 слушать
ρ.δ.μ.1. ακούω•слушать радио ακούω ραδιόφωνο•
слушать лекцию ακούω διάλεξη•
слушать сказки ακούω παραμύθια.
2. ακροώμαι•доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.
3. εισακούω, δέχομαι•-айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.
4. υπακούω, υποτάσσομαι•слушать оща ακούω τον πατέρα•
он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.
|| (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.
5. слушаю! στις διαταγές σας!1. υπακούω, υποτάσσομαι•не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•
не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.
2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.4. ακροώμαι, ακούω. -
9 слушаться
слу́ша||ться(повиноваться) ἀκούω (άμετ.), ὑπακούω:\слушатьсяться совета ἀκούω τή συμβουλή· \слушатьсять-ся родителей ἀκούω τους γονείς μου, ὑπακούω στους γονείς μου· никого не \слушатьсяться δέν ἀκούω κανένα, δέν ὑπακούω σέ κανένα· ◊ \слушатьсяюсь! (в ответ на приказание) μάλιστα!, στάς διαταγάς σας Ι -
10 повиноваться
-
11 ослушать
ρ.σ.μ. ακροώμαι, ακούω•ослушать больного ακούω τον ασθενή.
δεν υπακούω, απειθώ• -
12 закон
ο νόμ/ος, ο κανόνας- Бернулли (в теории вероятностей) - см. - больших чисел - Био-Савара (в электродинамике) - του Μπιο-Σαβάρ- больших чисел - των μεγάλων αριθμών του Μπερνούλι, ασθενής -- парциальных давлений см. - Дальтона - Паскаля (в гидростатике) - του Πασκάλ (στην υδροστατική)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закон
-
13 слушать
слушать 1) ακούω; ακροάζομαι (кого-л.)· \слушатью! (по телефону) εμπρός! 2) (больного) εξετάζω \слушатьться υπακούω* * *1) ακούω; ακροάζομαι (кого-л.)слу́шаю! (по телефону) — εμπρός!
2) ( больного) εξετάζω -
14 отбиваться
отбивать||ся1. (защищаться) ἀμύνομαι, ἀνθίσταμαι·2. (отставать) ξεκόβω, ξεκόβομαι, μένω πίσω·3. (отламываться) σπάζω (μετ.), θραύομαι· ◊ \отбиватьсяся от рук разг παύω νά ὑπακούω. -
15 повиноваться
повинов||атьсясов и несов ὑπακούω, πειθαρχώ, ὑποτάσσομαι. -
16 подчиниться
подчинить||сяὑποτάσσομαι, ὑπακούω. -
17 obey
[ə'bei, ]( American[) ou-](to do what one is told to do: I obeyed the order.) υπακούω- obedient
- obediently -
18 observe
[əb'zə:v]1) (to notice: I observed her late arrival.) παρατηρώ,προσέχω2) (to watch carefully: She observed his actions with interest.) παρατηρώ3) (to obey: We must observe the rules.) υπακούω,τηρώ4) (to make a remark: `It's a lovely day', he observed.) σχολιάζω,παρατηρώ•- observant
- observation
- observatory
- observer -
19 дисциплинировать
-рую, -руешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -рованный, βρ: -ван, -а, -о ρ.δ.κ.σ.μ. πειθαρχώ, συνηθίζω κάποιον στην πειθαρχία.είμαι πειθαρχικός, πειθαρχώ, υπακούω, ευπειθώ. -
20 закусить
закусить 1-ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.δαγκώνω•закусить губу δαγκώνω το χείλι.
εκφρ.закусить удила – α) εξανίσταμαι, δεν υπακούω πια (για άλογο), θ) αποχαλινώνομαι•закусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιγώ, το βουλώνω).закусить 2-ушу, -усишьρ.σ.1. κολατσίζω, τρώγω πρόχειρα, τσιμπώ•закусить наскоро τρώγω στα πεταχτά.
2. μ. πίνω με... закусить водку рыбкой πίνω βότκα με μεζέ ψαράκι•закусить лекарство конфеткой παίρνω φάρμακο και αμέσως μετά καραμέλα.
|| παίρνω μεζέ πριν το φαγητό.δαγκώνομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… … Dictionary of Greek
υπακούω — υπακούω, υπάκουσα βλ. πίν. 83 Σημειώσεις: υπακούω : η κλίση κατά το αποκλείω (βλ. πίν. 40 ) απαντάται σπάνια (Κι όμως όλα μού υπακούουν [Ελύτης, σελ. 114]) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὑπακούω — hearken pres subj act 1st sg ὑπακούω hearken pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπακούω — υπάκουσα 1. μτβ., ακούω με σεβασμό συμβουλή ή προσταγή και συμμορφώνομαι σ αυτή: Υπακούει στους γονείς του. 2. αμτβ., είμαι υπάκουος, είμαι πειθαρχικός: Είναι καλός στρατιώτης, υπακούει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπακούσατε — ὑπακούω hearken aor imperat act 2nd pl ὑπᾱκούσατε , ὑπακούω hearken aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ὑπακούω hearken aor ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακούσουσι — ὑπακούω hearken aor subj act 3rd pl (epic) ὑπακούω hearken fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπακούω hearken fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακούσουσιν — ὑπακούω hearken aor subj act 3rd pl (epic) ὑπακούω hearken fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπακούω hearken fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακούῃ — ὑπακούω hearken pres subj mp 2nd sg ὑπακούω hearken pres ind mp 2nd sg ὑπακούω hearken pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακουομένων — ὑπακούω hearken pres part mp fem gen pl ὑπακούω hearken pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακουσομένων — ὑπακούω hearken fut part mid fem gen pl ὑπακούω hearken fut part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπακουσάντων — ὑπακούω hearken aor part act masc/neut gen pl ὑπακούω hearken aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)