-
1 écouter
ακούω -
2 entendre
ακούω -
3 naslouchat
ακούω -
4 poslouchat
ακούω -
5 uslyšet
ακούω -
6 vyslechnout
ακούω -
7 zaslechnout
ακούω -
8 hear
ακούω -
9 nasłuchiwać
ακούω -
10 posłuchać
ακούω -
11 słyszeć
ακούω -
12 usłyszeć
ακούω -
13 duymak
ακούω, (duyg) αισθάνομαι, (anlmk.) αντιλαμβάνομαι -
14 işitmek
ακούω, γρικώ -
15 прослушать
ρ.σ.μ.1. ακούω•прослушать оперу ακούω μελόδραμα.
2. ακροώμαι•прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•
прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).
3. παρακολουθώ•прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.
5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα). -
16 слышать
слышать ακούω; хорошо (плохо) \слышать ακούω καλά ( άσχημα); первый раз \слышатьу перен. πρώτη φορά τ' ακούω; \слышатьаться ακού(γ) ομαι* * *хорошо́ (пло́хо) слы́шать — ακούω καλά (άσχημα)
пе́рвый раз слы́шу — перен. πρώτη φορά τ'ακούω
-
17 слушать
ρ.δ.μ.1. ακούω•слушать радио ακούω ραδιόφωνο•
слушать лекцию ακούω διάλεξη•
слушать сказки ακούω παραμύθια.
2. ακροώμαι•доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.
3. εισακούω, δέχομαι•-айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.
4. υπακούω, υποτάσσομαι•слушать оща ακούω τον πατέρα•
он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.
|| (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.
5. слушаю! στις διαταγές σας!1. υπακούω, υποτάσσομαι•не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•
не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.
2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.4. ακροώμαι, ακούω. -
18 слышать
-шу, -шишьρ.δ.1. ακούω•слышать стук ακούω το χτύπο•
слышать крик ακούω την κραυγή•
я плохо -шу δεν ακούω καλά.
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.
|| οσφραίνομαι, μυρίζω•собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.
εκφρ.ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).1. ακούομαι•-ится шум ακούεται θόρυβος.
2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•-ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.
-
19 прослушивать
1. (что-л. от начала до конца, проводить какое-л. время слушая) ακούω 2. (определять по звуку состояние чего-л., воспринимать слухом.) ακούω 3. мед. ακούω, ακροώμαι 4. (слушая, не воспринимать, не услышать) παρακούω, δεν ακούω 5. (проходить курс какой-л. науки, слушая лекции) παρακολουθώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прослушивать
-
20 слушаться
слу́ша||ться(повиноваться) ἀκούω (άμετ.), ὑπακούω:\слушатьсяться совета ἀκούω τή συμβουλή· \слушатьсять-ся родителей ἀκούω τους γονείς μου, ὑπακούω στους γονείς μου· никого не \слушатьсяться δέν ἀκούω κανένα, δέν ὑπακούω σέ κανένα· ◊ \слушатьсяюсь! (в ответ на приказание) μάλιστα!, στάς διαταγάς σας Ι
См. также в других словарях:
ἁκούω — ἀκούω , ἀκούω hear pres subj act 1st sg ἀκούω , ἀκούω hear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούω — ακούω, άκουσα βλ. πίν. 83 Σημειώσεις: ακούω, ακούγομαι : σπάνια απαντάται η κλίση κατά το αποκλείω (βλ. πίν. 40 , 41 ). Π.χ. άκουα γέλια (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 46), ακούονταν γέλια και χειροκροτήματα (Διηγ. Τσίρκα, σελ. 51) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀκούω — hear pres subj act 1st sg ἀκούω hear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
ακούω — άκουσα, ακούστηκα, ακουσμένος 1. ως αμτβ., έχω την αίσθηση της ακοής: Τελευταία δεν ακούω και τόσο καλά. 2. ως μτβ., καταλαβαίνω κάτι με την ακοή: Ακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών… (Σολωμός). 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Άκουσα ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'κούω — ἀκούω , ἀκούω hear pres subj act 1st sg ἀκούω , ἀκούω hear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρακούω — ακούω λίγο, όχι καλά, μόλις ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ακούω] … Dictionary of Greek
ἀκούσατε — ἀκούω hear aor imperat act 2nd pl ἀ̱κούσατε , ἀκούω hear aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀκούω hear aor ind act 2nd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσουσι — ἀκούω hear aor subj act 3rd pl (epic) ἀκούω hear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκούω hear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσουσιν — ἀκούω hear aor subj act 3rd pl (epic) ἀκούω hear fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀκούω hear fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούῃ — ἀκούω hear pres subj mp 2nd sg ἀκούω hear pres ind mp 2nd sg ἀκούω hear pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)