Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τροχιακός

  • 1 σταθμός

    ο
    1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);

    σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;

    ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;

    ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;

    μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;

    τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;

    σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;

    σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;

    σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;

    σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;

    2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;

    σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;

    αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);

    3) остановка; стоянка;

    κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;

    4) воен, этап;

    § βρεφικός σταθμόςдетские ясли

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σταθμός

См. также в других словарях:

  • τροχιακός — ή, ό, Ν 1. φυσ. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιά 2. το ουδ. ως, ουσ.) το τροχιακό φυσ. χημ. μαθηματική έκφραση, η οποία αναφέρεται και ως κυματοσυνάρτηση και που περιγράφει τη διάταξη στον χώρο ενός συστήματος μέχρι το πολύ δύο… …   Dictionary of Greek

  • τροχιακός — ο 1. μικρός τροχός, ροδίτσα, καρούλι. 2. χάπι, δισκίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκάιλαμπ — (Skylamb). Αμερικανικός διαστημικός τροχιακός σταθμός. Τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 14 Μαΐου 1973. Είχε ύψος τροχιάς στο περίγειο 434 χλμ. και στο απόγειο 437 χλμ. και κλίση 50°. Στο Σ. εργάστηκαν τρεις αποστολές αστροναυτών, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»