-
1 орбитальный
орбитальный: \орбитальныйая космическая станция о τροχιακός κοσμικός σταθμός· \орбитальный полёт η τροχιακή πτήση* * *орбита́льная косми́ческая ста́нция — ο τροχιακός κοσμικός σταθμός
орбита́льный полёт — η τροχιακή πτήση
-
2 станция
ο σταθμόςатомная - ατομικός -, πυρηνικός -бензозаправочная - ανεφοδιασμού με βενζίνη, το πρατήριο βενζίνηςводоочистная - καθαρισμού/επεξεργασίας νερούгидроакустическая - υδροακουστικός -, το υδρόφωνοкомпрессорная - συμπίεσης/κο-μπρεσέρконечная - τελικός -, το τέρμαпассажирская - επι-βατηγός/επιβατικός -приёмная рад. - ραδιολήψηςсортировочная ж.-д. - διαλογήςшумопеленгаторная - ηχοεντοπιστικός -, η ηχοεντοπιστική συσκευήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > станция
-
3 орбитальный
орбитальныйприл τροχιακός, τής τροχιάς:\орбитальный полет τροχιακή πτήση.
См. также в других словарях:
τροχιακός — ή, ό, Ν 1. φυσ. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιά 2. το ουδ. ως, ουσ.) το τροχιακό φυσ. χημ. μαθηματική έκφραση, η οποία αναφέρεται και ως κυματοσυνάρτηση και που περιγράφει τη διάταξη στον χώρο ενός συστήματος μέχρι το πολύ δύο… … Dictionary of Greek
τροχιακός — ο 1. μικρός τροχός, ροδίτσα, καρούλι. 2. χάπι, δισκίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σκάιλαμπ — (Skylamb). Αμερικανικός διαστημικός τροχιακός σταθμός. Τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη Γη στις 14 Μαΐου 1973. Είχε ύψος τροχιάς στο περίγειο 434 χλμ. και στο απόγειο 437 χλμ. και κλίση 50°. Στο Σ. εργάστηκαν τρεις αποστολές αστροναυτών, που… … Dictionary of Greek