-
1 μετεωρολογικος
-
2 μετεωρολογικός
η, ό[ν] метеорологический;μετεωρολογικόςό δελτίο — сводка погоды;
μετεωρολογικόςή υπηρεσία — бюро погоды, служба погоды;
μετεωρολογικόςές προβλέψεις — прогноз погоды;
μετεωρολογικός σταθμός — метеостанция
-
3 μετεωρολογικός.
[мэтэорологикос] еж. метеорологический. -
4 μεταρσιολογικος
-
5 μετεωροσκοπικός,
η, ό[ν] см. μετεωρολογικός -
6 σταθμός
ο1) станция; пункт; пост; участок; база (туристическая и т. п,);σιδηροδρομικός σταθμός — железнодорожная станция;
ηλεκτρικός σταθμός — электростанция;
ραδιοφωνικός σταθμός — радиостанция;
μετεωρολογικός σταθμ — метеостанция, метеорологическая станция;
τροχιακός σταθμός — орбитальная станция;
σταθμός πρώτων βοηθειών — пункт неотложной медицинской помощи;
σταθμός διοικήσεως — воен, командный пункт;
σταθμός χωροφυλακής — жандармский участок;
σταθμός ελέγχου κυκλοφορίας — пост регулирования движения;
2) начало (периода), исходный пункт; веха; переломный момент;σημαντικός σταθμός στην ιστορία — важная веха в истории;
αποτελώ σταθμό — становиться рубежом, переломным моментом (о событиях и т. п.);
3) остановка; стоянка;κάνω σταθμό — останавливаться, делать остановку;
4) воен, этап;§ βρεφικός σταθμός — детские ясли
См. также в других словарях:
μετεωρολογικός — skilled in meteorology masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… … Dictionary of Greek
μετεωρολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μετεωρολογία: Οι μετεωρολογικές προβλέψεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετεωρολογικά — μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc pl μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc/acc dual μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικῶν — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen pl μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικόν — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc acc sg μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικοῖς — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικοί — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικῆς — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογικῇ — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεωρολογική — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)