-
1 θόρυβος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, crying, groans, tumult, confusion' (Pi., IA).Derivatives: θορυβώδης `full (of) noise etc.' (IA) and denomin. θορυβέω, also with prefix, ἀνα-, ἐπι-, `make noise, bring in confusion' (IA); θορυβητικός `noisy' (Ar.) and θορύβηθρον plant name = λεοντοπέταλον (Ps.-Dsc.); on he motive of the name Strömberg Pflanzennamen 80, on the formation ibd. 146.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ὄτοβος, κόναβος, φλοῖσβος a. o. (Chantraine Formation 260). Cognate is the reduplicated form τον-θορύ-ζω, τόνθρυς. Perhaps here also θρῡ-λέω, θρῦ-λος; s. also θρέομαι. The variation θορυβ- (from *θαρυβ-?), τον-θρυ-, θρυ(λ)- suggests a Pre-Greek word (Fur. 229, 381).Page in Frisk: 1,678Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θόρυβος
См. также в других словарях:
θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… … Dictionary of Greek
κύλλαβοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ύπώπια». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα (τά) «κοιλότητες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού λ + επίθ. βος (πρβλ. θόρυ βος, φλοίσ βος)] … Dictionary of Greek