-
1 θορύβηθρον
θορύβηθρον, τό, eine Pflanze, Diosc.
-
2 θορύβηθρον
θορύβηθρονneut nom /voc /acc sg -
3 θορύβηθρον
θορύβηθρον, τό, eine Pflanze -
4 θορύβηθρον
θορῠβ-ηθρον, τό,A = λεοντοπέταλον, Ps.-Dsc.3.96.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θορύβηθρον
-
5 θόρυβος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, crying, groans, tumult, confusion' (Pi., IA).Derivatives: θορυβώδης `full (of) noise etc.' (IA) and denomin. θορυβέω, also with prefix, ἀνα-, ἐπι-, `make noise, bring in confusion' (IA); θορυβητικός `noisy' (Ar.) and θορύβηθρον plant name = λεοντοπέταλον (Ps.-Dsc.); on he motive of the name Strömberg Pflanzennamen 80, on the formation ibd. 146.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like ὄτοβος, κόναβος, φλοῖσβος a. o. (Chantraine Formation 260). Cognate is the reduplicated form τον-θορύ-ζω, τόνθρυς. Perhaps here also θρῡ-λέω, θρῦ-λος; s. also θρέομαι. The variation θορυβ- (from *θαρυβ-?), τον-θρυ-, θρυ(λ)- suggests a Pre-Greek word (Fur. 229, 381).Page in Frisk: 1,678Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θόρυβος
См. также в других словарях:
θορύβηθρον — θορύβηθρον, τὸ (Α) το φυτό λεοντοπέταλο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + επίθημα ηθρον (πρβλ. ελκ ηθρον, στέργ ηθρον)] … Dictionary of Greek
θορύβηθρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
θορυβώ — (ΑΜ θορυβῶ, έω) 1. προκαλώ θόρυβο, κάνω θόρυβο, προξενώ ταραχή 2. προκαλώ σε κάποιον ταραχή και σύγχυση, ταράσσω κάποιον 3. παθ. θορυβούμαι, έομαι ταράσσομαι, συγχύζομαι, καταπλήσσομαι, ανησυχώ νεοελλ. μτφ. προκαλώ την προσοχή τού κόσμου,… … Dictionary of Greek