-
1 ότοβος
-
2 ὄτοβος
-
3 ὄτοβος
ὄτοβος, ὁ, p. auch ὄττοβος (onomatop., toben), Getöse, Lärm; ἄτλητος, Hes. Th. 709; ἁρμάτων, Aesch. Spt. 136, wie ἁρμάκτυπος, 186; γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον, Soph. Ai. 1181; vom Donner, O. C. 1476; einzeln in späterer Prosa, wie Luc. qu. hist. scrib. 22.
-
4 οτοβος
-
5 ὄτοβος
ὄτοβος, ὁ, Getöse, Lärm; vom Donner -
6 ὄτοβος
Grammatical information: m.Meaning: `noise, sharp sound' (Hes., A., S., Antim.).Derivatives: ὀτοβ-έω `to make noise, to din' (A.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]. (PGX)Etymology: Onomatopoetic wit βο-suffix as in θόρυβος, κόναβος a.o. -- Besides the reduplicated interj. ὀτοτοῖ `ah!, woe!' (trag.; Schwyzer-Debrunner 600 f.) with ὀτοτ-ύζω 'cry ὀτοτοῖ, lament' (A., Ar.; Schw. 716).Page in Frisk: 2,440Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄτοβος
-
7 ὄτοβος
ὄτοβ-ος, ὁ,A any loud noise, as the din of battle,ὄ. ἄπλητος Hes. Th. 709
; rattling of chariots, A. Th. 151, 204 (both lyr.); crash of thunder, S. OC 1479 (lyr.); also of the flute, γλυκὺν αὐλῶν ὄ. Id.Aj. 1202 (lyr.): pl.,ὄ. κροτάλων Antim.Eleg.Fr.17
.—The freq. Mss. reading ὀττοβέω, ὄττοβος is disproved by the metre. (Onomatop.) -
8 δια-πρύσιος
δια-πρύσιος, α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, hindurchdringend; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von διαπρό ab; es ist vielmehr wohl aus ΔΙΑΠΕΡΆΣΙΟΣ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von διαπεράω, hindurchdringen. Vgl. διαμπερές. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 διαπρύσιον· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφϑίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεϑρα ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίϑησιν πλάζων· οὐδέ τί μιν σϑένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene weit hinein ragender Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόϑι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναϑεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich weithin erstreckende, weite, große Land; – δ. κιϑαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; ὄτοβος, vom Donner, Soph. Tr. 781; κέλαδος Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben, H. h. Merc. 336; πόλεμος, heftig, D. L. 2, 143.
-
9 θηλυ-μανής
θηλυ-μανής, ές, weibertoll, in Weiber rasend verliebt, πόϑοι Mel. 54 (IX, 16), vgl. Ruf. 14 (V, 19); ὄτοβος κροτάλων Antimach. (IX, 321).
-
10 ἀμφ-ίστημι
ἀμφ-ίστημι (s. ἵστημι), umherstellen, Iliad. 18, 344 Od. 8, 434 ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν, entw. πυρί dat. instr. = mit Feuer zu umstellen, oder obiect. = um's Feuer zu stellen, weil das Feuer zwischen den Füßen des Dreifußes brennt; in beiden Stellen folgt λοετροχόον τρίποδ' ἵστασαν ἐν πυρὶ κηλέῳ; – med. u. intrans. tempp. des act. = umherstehen, κλαίων ἀμφίσταϑ' ὅμιλος Il. 24, 712; vgl. 11, 733; ἀμφέσταν ἑταῖροι 18, 233; ἀμφὶ δέ σ' ἔστησαν κοῦραι Od. 24, 58; mit dat. κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστανται Soph. El. 185; mit acc. ἀμφεστᾶσι λόγχαις πεδίον O. C. 1314; ὄτοβος ἀμφίσταται, Lärm erhebt sich ringsum, 1475. – Bei Sp. auch = untersuchen.
-
11 ἁρματό-κτυπος
ἁρματό-κτυπος ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.
-
12 ὄττοβος
ὄττοβος, ὁ, p. = ὄτοβος, w. m. s.
-
13 αμφιστημι
тж. med. стоять вокруг, обступать, окружать(τινα и τι Hom., Soph.)
ἀμφίσταται ὄτοβος Soph. — отовсюду поднимается гул;κεναῖς τραπέζαις ἀμφίστασθαι Soph. — стоять у пустых столов, т.е. голодать -
14 αρματοκτυπος
-
15 διαπρυσιος
3 и 21) далеко простирающийся, обширный(ἄπειρος Pind.)
2) пронзительный, громкий(ὀλολυγαί HH.; ὄτοβος Soph.; κέλαδος Eur.)
3) явный, отъявленный(κεραϊστής HH.)
4) ожесточенный(πόλεμος Diog.L.)
-
16 κοναβος
ὅ1) шум, крик(ἀνδρῶν ὀλλυμένων Hom.; ἔριδος Hes. - v. l. ὄτοβος)
2) звон, лязг(χαλκοδέτων σακέων Aesch.)
-
17 ότοβοι
-
18 ὄτοβοι
-
19 ότοβον
-
20 ὄτοβον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ότοβος — ὄτοβος, ὁ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, κτύπος, βοή («ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω», Αισχύλ.) 2. (γενικά) ήχος («γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. θόρυβος, φλοίσβος), βλ. και λ. οτοτοί] … Dictionary of Greek
ὄτοβος — any loud noise masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄτοβοι — ὄτοβος any loud noise masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄτοβον — ὄτοβος any loud noise masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οτοβώ — ὀτοβῶ, έω (Α) [ότοβος] ηχώ δυνατά, κάνω άγριο θόρυβο, θορυβώ … Dictionary of Greek
οτοτοί — ὀτοτοῑ και ὀττοτοῑ και ὀτοτοτοτοῑ και ὀττοτοτοτοτοῑ και ὀττοτοττοτοῑ (Α) (επιφών. για πόνο, θλίψη κ.λπ.) ωχ!, αχ! [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το ὄτοβος*] … Dictionary of Greek
στρίβος — ὁ, Α αδύνατη, ασθενής αλλά και οξεία φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. με εκφραστικό επίθημα βος (πρβλ. ὄτοβος, φλοίσβος)] … Dictionary of Greek