Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοκῆες

См. также в других словарях:

  • τοκῆες — τοκεύς one who begets masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • родители — мн., др. русск. родитель, ст. слав. родитель γεννήτωρ (Супр.), дв. ч. родителя, вин. мн. родителѧ. Употребление формы мн. числа в др. русск., ст. слав. для обозначения отца и матери объясняется (как и в случае с др. чеш. rodiči родители ) тем,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • πόθι — Α επίρρ. 1. πού, σε ποιο μέρος; («πόθι τοι πόλις ἠδὲ τοκῆες»; Ομ. Οδ.) 2. προς τα πού, προς ποιο μέρος; («μὴ νοέων πόθι νίσσομαι», Ανθολ. Παλ.) 3. (ως εγκλιτ. αοριστολ.) που, ίσως («τὸν ὠμόθυμον εἴ ποθι πλαζόμενον λεύσσων», Σοφ.) 4. (ως εγκλιτ.… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»