-
21 исчерпать
исчерпать, исчерпывать εξαντλώ τελειώνω (закончить)* * *= исчерпыватьεξαντλώ; τελειώνω ( закончить) -
22 образование
I образование Ι с (просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωση· начальное (среднее. высшее) \образование η στοιχειώδης ( μέση, ανώτατη) εκπαίδευση· техническое \образование η τεχνική μόρφωση* получить \образование αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου II образование II с (создание) ο σχηματισμός* * *I с( просвещение) η εκπαίδευση, η παιδεία, η μόρφωσηнача́льное (сре́днее, вы́сшее) образова́ние — η στοιχειώδης (μέση, ανώτατη) εκπαίδευση
техни́ческое образова́ние — η τεχνική μόρφωση
II сполучи́ть образова́ние — αποφοιτώ, τελειώνω τις σπουδές μου
( создание) ο σχηματισμός -
23 дочитать
дочитатьсов, дочитывать несов τελειώνω τό διάβασμα, διαβάζω ὡς τό τέλος:\дочитать книгу τελειώνω τό βιβλίο· \дочитать (письмо) до середины διαβάζω (τό γράμμα) ὡς τή μέση. -
24 заключать
заключатьнесов \. (помещать куда-л.) κλείνω·2. (заканчивать) τελειώνω (μετ.), κλείνω:\заключать речь словами... τελειώνω τήν ὁμιλία μέ (τά) λόγια...·3. (делать вывод) συμπεραίνω, καταλήγω·4. (договор и т. ἡ.) συνάπτω, κλείνω:\заключать мир συνάπτω ἐΙρήνη· \заключать союз συνάπτω συμμαχία·5. (в себе) ἐνέχω, περιέχω· ◊ \заключать в объятиях ἀγκαλιάζω· \заключать в скобки βάζω σέ παρένθεση· \заключать пари́ βάζω στοίχημα. -
25 отличие
отли́ч||иес1. ἡ διαφορά, ἡ διαστολή, ἡ διάκριση [-ις]:существенное \отличие ἡ οὐσιώδης διαφορά· знак \отличиеия τό διακριτικό σήμα· зиа́ки \отличиеия τά παράσημα· в \отличие от... ἀντίθετα ἀπό, ἀντιθέτως προς...·2. (заслуга) ἡ ἀξία, ἡ ἐκδούλευση [-ις], ἡ διαπρεπής ὑπηρεσία:окончить с \отличиеием (школу и т. п.) τελειώνω μέ ἀριστα, τελειώνω ἀριστούχος. -
26 учение
учени||ес1. ἡ ἐκπαίδευση [-ις], οἱ σπουδές, τά μαθήματα, ἡ μελέτη/ ἡ μαθήτευση [-ις], ἡ μαθητεία (ремеслу):\учение ему́ дается легко́ τά παίρνει εὔκολα τά γράμματα· годы \учениея τά σχολικά χρόνια· быть в \учениеи μαθαίνω, μαθητεύω· кончить \учение а) ἀποφοιτώ, τελειώνω τίς σπουδές, б) τελειώνω τή μαθήτευση (ремеслу)·2. воен. οἱ ἀσκήσεις, τά γυμνάσια:строевое \учение οἱ ἀσκήσεις πυκνής τάξεως· тактическое \учение οἱ ἀσκήσεις τακτικής·3. (преподавание) ἡ διδασκαλία·4. (наука, теория) ἡ διδασκαλία, ἡ θεωρία:\учение о природе ἡ διδασκαλία γιά τή φύση. -
27 выйти
выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•
выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•
выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•
выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•
выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•
выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•
выйти на дорогу στο δρόμο•
выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).
|| μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•
выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•
выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•
выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•
выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.
|| φυτρώνω•-шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.
|| μτφ. απαλλάσσομαι•выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.
|| μτφ. χάνω•выйти из терпения χάνω την υπομονή.
|| βγαίνω•выйти из употребления αχρηστεύομαι•
выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.
2. εκδίδομαι•-шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
3. αναδείχνομαι•выйти победителем βγαίνω νικητής.
4. φτάνω το όριο•он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.
5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•
из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.
6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.
7. προέρχομαι, κατάγομαι•он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.
8. εξέρχομαι•-из войны βγαίνω από τον πόλεμο.
9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.
10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.
|| τελειώνω, περνώ•εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).-шел срок τέλειωσε η προθεσμία.
-
28 выкурить
выкурить 1ρ.σ.μ.1. καπνίζω ως το τέλος (τσυγάρο, πούρο). || καπνίζω, τελειώνω•брат -ил сигареты ο αδερφός κάπνισε όλα τα τσιγάρα.
2. διώχνω, βγάζω έξω με τον καπνό•-ли, лису из норы έβγαλαν την αλεπού έξω από την κρύπτη με το καπνό•
-ли пчел из ульи έδιωξαν τις μέλισσες από την κυψέλη με καπνό.
καπνίζομαι• τελειώνω•все сигареты -лись όλα τα τσιγάρα τέλειωσαν (τα κάπνισαν).
выкурить 2ρ.σ.μ.παλ. αποστάζω, παίρνω με απόσταξη.αποστάζομαι. -
29 выстроить
-ою, -оишь, ρ.σ.μ.1. χτίζω, οικοδομώ, ανεγείρω• τελειώνω την ανέγερση της οικοδομής.2. (στρατ.) συντάσσω•выстроить полк συντάσσω το σύνταγμα•
выстроить солдат в одну шеренгу συντάσσω τους στρατιώτες εφ’ ενός ζυγού.
1. (στρατ.) συντάσσομαι, μπαίνω στη γραμμή. || τοποθετούμαι•на тропинке -лись восемь пулеметов στο μονοπάτι στήθηκαν οχτώ πολυβόλα.
2. χτίζομαι, οικοδομούμαι, ανεγείρομαι.3. (απλ.) τελειώνω την οικοδομή μου. -
30 довеивать
-
31 довооружить
-жу, -жишь ρ.σ.μ.1. τελειώνω τον εξοπλισμό.2. συμπληρώνω τον εξοπλισμό.1. τελειώνω τον εξοπλισμό μου.2. συμπληρώνω τον εξοπλισμό μου. -
32 докидать
ρ.σ.μ. τελειώνω το πέταγμα, το ρίφιμο•докидать снег с крыши τελειώνω το πέταγμα του χιονιού από τη στέγη.
-
33 доколотить
-лочу, -лотишь ρ.σ.μ.1. τελειώνω το χτύπημα, το κάρφωμα, το μπήξιμο•доколотить кол τελειώνω το μπήξιμο πασσάλου•
осталось два гвоздя απόμεινε να χτυπήσω δυο καρφιά.
2. χτυπώ ώσπου•-ли его до того, что он теперь калека τον χτύπησαν τόσο πολύ, που έμεινε σακάτης.
3. κατασπάζω, καταθραύω•доколотить всю посуду κατασπάζω ολα τα πιατικά.
-
34 доложить
доложить 1-ложу, -ложишьρ.σ.μ. κ. αμ.1. αναφέρω, εκθέτω•доложить результаты αναφέρω τα αποτελέσματα (των παρατηρήσεων)•
доложить обстановку εκθέτω την κατάσταση•
2. ανακοινώνω, ειδοποιώ, αγγέλλω, αναγγέλλω.εκφρ.я тебе -жу – να σου πω (κάτι εκπληκτικό).βλ. доложить (2 σημ.).доложить 2-ложу, -ложишь ρ.σ.μ.1. βάζω, θέτω συμπληρωματικά, συμπληρώνω, επιπροσθέτω• απογεμίζω• συμπληρώνω ως.2. τελειώνω το βάλσιμο, την τοποθέτηση•доложить печь τελειώνω το χτίσιμο του φούρνου.
-
35 дометать
-
36 домотать
ρ.σ.μ. αποτυλίγω, αποπεριτυλίγω, τελειώνω την περιτύλιξη•домотать клубок ниток τελειώνω το κουβάριασμα των κλωστών.
-
37 донизать
-нижу, -нижешьρ.σ.μ.τελειώνω το αρμάθιασμα• αρμαθιάζω ως•донизать жемчуг τελειώνω το αρμάθιασμα των μαργαριταριών.
-
38 доносить
-ношу, -носишь ρ.σ.μ.1. απομεταφέρω, τελειώνω τη μεταφορά•доносить дрова в сарай τελειώνω τη μεταφορά καυσόξυλων στην ξυλαποθήκη,
2. αποφορώ, φορώ ως το τέλος•доносить туфли до дыр φορώ τις παντούφλες ώσπου να τρυπήσουν.
3. γεννώ κανονικά, στον καιρό•она не -ла αυτή γέννησε παράκαιρα (απόβαλε).
1. τρίβομαι, φθείρομαι, λιώνω από την πολλή χρήση (για ενδύματα, υποδήματα).2. βλ. донестись (1 σημ.) βλ. κ.ρ. донести(сь). -
39 допахать
-пашу, -пашешьρ.σ.μ.τελειώνω το όργωμα, αποοργώνω• οργώνω ως•допахать поле τελειώνω το όργωμα του χωραφιού•
допахать поле дом-жи οργώνω το χωράφι ως το σύνορο.
-
40 дописать
-пишу, -пишешь ρ.σ.μ.1. απογράφω, τελειώνω το γράψιμο• γράφω ως. || αποζωγραφίζω, τελειώνω το ζωγράφισμα.2. γράφω συμπληρωματικά.1. γράφω μέχρι•он -лся до глупостей έγραψε μέχρι ανοησίες•
я -лся до переутомления έγραψα μέχρι που κουράστηκα.
2. βλ. дописать (1 σημ.).
См. также в других словарях:
τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα … Dictionary of Greek
απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα … Dictionary of Greek
αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα … Dictionary of Greek
μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω … Dictionary of Greek
ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek