-
81 доканчивать
доканчиватьнесов (ἀπο)τελειώνω, φέρνω σέ πέρας, Αποπερατώνω. -
82 докуривать
докуриватьнесов, докурить сов τελειώνω τό κάπνισμα, καπνίζω τό τσιγάρο (ώς τό τέλος). -
83 допекать
допекатьнесов1. ἀποψήνω, ψήνω ὡς τό τέλος, τελειώνω τό ψήσιμο·2. (донимать) разг ἐνοχλώ, παραζαλίζω, παρα-σκοτίζω. -
84 дорабатывать
дорабатыватьнесов, доработать сов (заканчивать) ἀποτελειώνω, φέρνω σέ πέρας, ἀποπερατώνω ἐργασία[ν]:\дорабатывать проект διορθώνω καί τελειώνω τό σχέδιο. -
85 достраивать
достраиватьнесов, достроить сов (ἀπο)τελειώνω τό χτίσιμο/ χτίζω συμπληρωματικά (дополнительно). -
86 досчитать
досчита||тьсов μετρβ ὡς τ6 τέλος, τελειώνω τό μέτρημα:\досчитать до... μετρῶ ὡς τά... -
87 доучивать
доучиватьнесов, доучить сов1. (кого-л.) ἀπομαθαίνω, τελειώνω (или συμπληρώνω) τήν ἐκπαίδευση κάποιου·2. (что-л.) ἀπομαθαίνω, συμπληρώνω τήν ἐκμάθηση. -
88 доучиваться
доучивать||ся1. (кончить учиться) τελειώνω τίς σπουδές μου·2. (до) разг σπουδάζω (или ἐκπαιδεύομαι) ὡς ἕνα ὁρισμένο χρόνο. -
89 дошивать
дошиватьнесов, дошить сов τελειώνω τό ράψιμο. -
90 заканчивать
заканчиватьнесов τελειώνω (μ-τ.), ἀποτελειώνω, φέρω εἰς πέρας. -
91 заканчиваться
заканчивать||сяτελειώνω (άμετ.). -
92 заключатьаться
заключать||а́тьсянесов ί. (находиться в чем-л.) βρίσκομαι, περιέχομαι·2. (состоять в чем-л.) συνίσταμαι:дело \заключатьатьсяается в следующем... ἡ ὑπόθεση συνίσταται στό ἐξής...·3. (заканчиваться) τελειώνω(άμετ.). -
93 закоиченный
закоиченн||ый1. прич. от закончить·2. прил ὁλοκληρωμένος, τέλειος, πλήρης:\закоиченныйый образ ὁ ὁλοκληρωμένος τύπος· \закоиченныйый художник φτασμένος καλλιτέχνης· \закоиченныйый негодяй παλιάν-θρωπος πέρα γιά πέρα· ◊ иметь \закоиченныйое высшее образование εἶμαι ἀπόφοιτος ἀνωτάτη σχολή, τελειώνω ἀνώτερες σπουδές. -
94 закрывать
закрыватьнесов1. κλείνω, σφαλίζω, σφαλῶ / σκεπάζω (покрывать)/ κόβω (перекрывать воду, газ и т. п.):\закрывать дверь κλείνω τήν πόρτα· \закрывать на ключ κλειδώνω· \закрывать крышкой σκεπάζω μέ τό καπάκι· \закрывать лицо руками σκεπάζω τό πρόσωπο μέ τό χέρια μου·2. (прекращать доступ куда-л.) κλείνω, ἀπαγορεύω:\закрывать вход ἀπαγορεύω τήν είσοδο· \закрывать границу κλείνω τά σύνορα·3. (накрывать, заслонять) σκεπάζω, καλύπτω:\закрывать ребенка одеялом σκεπάζω τό παιδί μέ τήν κουβέρτα·4. (заканчивать, прекращать) κλείνω, τελειώνω:\закрывать собрание κλείνω τή συνεδρίαση· \закрывать счет (в банке и т. ἡ.) κλείνω τό λογαριασμό· ◊ \закрывать скобки (кавычки) κλείνω τήν παρένθεση (τά είσαγωγικά)· \закрывать глаза на что́-л. κλείνω τά μάτια, κάνω τά στραβά μάτια· \закрывать рот кому́-л. βουλώνω κάποιου τό στόμα. -
95 закрыватьться
закрывать||тьсянесов1. κλείνω, (άμετ.), κλεί(ν)ομαι:дверь не \закрыватьтьсяется ἡ πόρτα δέν κλείνεται· занавес \закрыватьтьсяется πέφτει ἡ αὐλαία·2. (накрываться, заслоняться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι:\закрыватьтьсяться от дождя προφυλάγομαι ἀπό τή βροχή·3. (переставать действовать, существовать) κλείνω, τελειώνω:выставка \закрыватьтьсяется ἡ ἔκθεση κλείνει· сезон \закрыватьтьсяется ἡ σαιζόν τελειώνει. -
96 исписаться
исписать||ся1. (о карандаше и т. п.) ξοδεύομαι, τελειώνω (άμετ.) τό γράψιμο·2. (о писателе) разг στερεύω, σταματώ νά γράφω. -
97 истекать
истекатьнесов (кончаться) λήγω, τελειώνω· ◊ \истекать кровью αίμορραγώ, ἐξαν-τλοῦμαι ἀπό αίμορραγία. -
98 истощать
истощ||а́тьнесов1. (изнурять) ἐξαντλώ·2. (растрачивать) ἐξαντλῶ, τελειώνω:\истощать запасы ἐξαντλώ τά ἀποθέματα· \истощать терпение ἐξαντλώ τήνὐπομονή. -
99 истощаться
истощ||аться1. ἐξαντλούμαι, ἀποκάμνω·2. (растрачиваться) ἐξαντλούμαι, τελειώνω. -
100 исчерпать
исчерпатьсов, исчерпывать несов1. (израсходовать) ξοδεύω, ξοδιάζω, ἐξαντλώ·2. перен ἐξαντλώ, τελειώνω, φέρνω είς πέρας:\исчерпать повестку заседа́ния ἐξαντλώ τήν ἡμερησία διάταξη τῆς συνεδρίασης· вопрос исчерпан τό ζήτημα ἐξαντλήθηκε.
См. также в других словарях:
τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα … Dictionary of Greek
απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα … Dictionary of Greek
αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα … Dictionary of Greek
μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω … Dictionary of Greek
ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek