Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τελειώνω

  • 41 дорисовать

    -сую, -суешь ρ.σ.μ.
    1. αποσχε-διάζω, αποζωγραφίζω, τελειώνω τη σχεδίαση ή το ζωγράφισμα•

    дорисовать портрет τελειώνω την προσωπογραφία.

    2. μτφ. περιγράφω•

    дорисовать характер περιγράφω το χαρακτήρα.

    Большой русско-греческий словарь > дорисовать

  • 42 доругать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) τελειώνω το μάλωμα.
    1. τελειώνω το μάλωμα.
    2. παραμα-λώνω• μαλώνω ώσπου.

    Большой русско-греческий словарь > доругать

  • 43 досеять

    -сего, -сеешь ρ.σ.μ.
    1. αποσπέρνω, τελειώνω τη σπορά.
    2. αποκοσκινίζω, τελειώνω τό κοσκίνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > досеять

  • 44 досолить

    -олю, -олишь
    ρ.σ.μ.
    τελειώνω το αλάτισμα•

    досолить огурцы τελειώνω το αλάτισμα των αγγουριών.

    || αλατίζω συμπληρωματικά.
    αλατίζομαι καλά.

    Большой русско-греческий словарь > досолить

  • 45 заключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.
    2. εγκλείω, κλείνω μέσα•

    заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•

    -в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.

    3. τελειώνω, ολοκληρώνω•

    заключить речь τελειώνω το λόγο•

    заключить счет κλείνω το λογαριασμό.

    4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.
    5. συνάπτω, κλείνω•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•

    заключить контракт κλείνω σύμβαση•

    заключить пари βάζω στοίχημα•

    заключить брак συνάπτω γάμο.

    εκφρ.
    заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.
    παλ. κλείνομαι•

    зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•

    она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.

    Большой русско-греческий словарь > заключить

  • 46 закончить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ. и. τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω.
    τελειώνω, ολοκληρώνομαι,• -лось строительство τέλειωσε η οικοδόμηση.

    Большой русско-греческий словарь > закончить

  • 47 заупокой

    επίρ.
    στην έκφραση:
    α) помянуть за заупокой (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής·
    β) начать за здравие, а кончить (ή свести) заупокой αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση• αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα.

    Большой русско-греческий словарь > заупокой

  • 48 здравие

    ουδ.
    παλ. βλ. здоровье.
    εκφρ.
    во здравиеπαλ. στην υγεία•
    здравие желаюπαλ. σας ευχόμαστε υγεία (απάντηση κατωτέρων αξιωματικών σε χαιρετισμό ανωτέρου)•
    начать за здравие, а кончить ή свести за упокой – αρχίζω με γέλια και τελειώνω με κλάματα, αρχίζω με το καλό και τελειώνω με το κακό (για συνομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > здравие

  • 49 исчерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•

    исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•

    силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•

    исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•

    исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•

    исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.

    εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω.

    Большой русско-греческий словарь > исчерпать

  • 50 миновать

    ную, -нуешь,
    επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.
    1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•

    миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•

    миновать деревню προσπερνώ το χωριό.

    || περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•

    пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.

    2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•

    они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•

    не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.

    3. τελειώνω, λήγω, περνώ•

    -ло лето πέρασε το καλοκαίρι•

    опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.

    4. κλείνω, συμπληρώνω.
    εκφρ.
    -уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•
    миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.
    τελειώνω, λήγω, περνώ.

    Большой русско-греческий словарь > миновать

  • 51 отвеять

    -ею, -ешь
    ρ.σ.
    1. μ. λιχνίζω•

    -хлеб λιχνίζω το σιτάρι.

    2. απολιχνίζω, τελειώνω το λίχνισμα.
    απολιχνίζω, τελειώνω το λίχνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > отвеять

  • 52 отвоевать

    -воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ανακαταλαβαίνω, ξαναπαίρνω, ξανακυριεύω.
    2. μτφ. αποκτώ (με δυσκολία, αγώνα κ.τ.τ.).
    3. τελειώνω τον πόλεμο.
    4. πολεμώ, παίρνω μέρος στον πόλεμο,
    τελειώνω τον πόλεμο.

    Большой русско-греческий словарь > отвоевать

  • 53 отдоить

    -дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдоенный, βρ: -доен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. (για μικρή ποσότητα)• αρμέγω•

    отдоить стакан молока αρμέγω ένα ποτήρι γάλα.

    2. αποαρμέγω, τελειώνω το άρμεγμα.
    στειρεύω κορο•

    отдоить ва -лась η αγελάδα στείρεψε.

    || τελειώνω το άρμεγμα.

    Большой русско-греческий словарь > отдоить

  • 54 откосить

    -кошу, -косишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оукошенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. κο-σίζω.
    2. αποκοσιζω, τελειώνω το κόσισμα.
    αποκοσιζω, τελειώνω το κόσισμα.

    Большой русско-греческий словарь > откосить

  • 55 отлетать

    ρ.δ.
    βλ. отлететь.
    ρ.σ.
    1. παύω να πετώ, τελειώνω την πτήση.
    2. υπηρετώ αεροπόρος, είμαι αεροπόρος.
    παύω να πετώ, τελειώνω την πτήση.

    Большой русско-греческий словарь > отлетать

  • 56 отпахать

    пашу
    -пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпаханный, βρ: -хан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. οργώνω.
    2. τελειώνω το όργωμα.
    τελειώνω το όργωμα.

    Большой русско-греческий словарь > отпахать

  • 57 отработать

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•

    отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•

    я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.

    2. τελειώνω τη δουλειά.
    3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•

    наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.

    || φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.
    4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.
    τελειώνω την εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > отработать

  • 58 отсеять

    -сю, -сешь ρ.σ.μ.
    1. κοσκινίζω•

    отсеять сор κοσκινίζω τα σκύβαλα.

    2. μτφ. εκκαθαρίζω, περνώ από το κόσκινο• διώχνω, σκορπίζω.
    3. αποσπέρνω, τελειώνω το σπάρσιμο.
    1. κοσκινίζομαι•

    отруби -лись τα πίτυρα κοσκινίστηκαν.

    2. μτφ. σκορπίζω, -ομαι, εγκαταλείπω, αποχωρώ, φεύγω•

    часть учащихся -лась ένα μέρος των μαθητών παράτησε το σχολείο.

    3. τελειώνω τη σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > отсеять

  • 59 отстирать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстиранный, βρ: -ран, -а, -о.
    1. ξεπλύνω, βγάζω με το πλύσιμο (λεκέδες, λάσπες κ.τ.τ.).
    2. τελειώνω το πλύσιμο.
    1. καθαρίζομαι, βγαίνω με το πλύσιμο•

    пятно -лось ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    || πλύνομαι, λευκαίνομαι.
    2. τελειώνω το πλύσιμο.

    Большой русско-греческий словарь > отстирать

  • 60 оттеребить

    -блю, -бищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеребленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.
    τελειώνω το ξερίζωμα, αποξεριζώνω•

    оттеребить лн τελειώνω το ξερίζωμα του λιναριού.

    Большой русско-греческий словарь > оттеребить

См. также в других словарях:

  • τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

  • τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα …   Dictionary of Greek

  • απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα …   Dictionary of Greek

  • αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα …   Dictionary of Greek

  • μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω …   Dictionary of Greek

  • ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»