-
41 дорисовать
-сую, -суешь ρ.σ.μ.1. αποσχε-διάζω, αποζωγραφίζω, τελειώνω τη σχεδίαση ή το ζωγράφισμα•дорисовать портрет τελειώνω την προσωπογραφία.
2. μτφ. περιγράφω•дорисовать характер περιγράφω το χαρακτήρα.
-
42 доругать
-
43 досеять
-сего, -сеешь ρ.σ.μ.1. αποσπέρνω, τελειώνω τη σπορά.2. αποκοσκινίζω, τελειώνω τό κοσκίνισμα. -
44 досолить
-олю, -олишьρ.σ.μ.τελειώνω το αλάτισμα•досолить огурцы τελειώνω το αλάτισμα των αγγουριών.
|| αλατίζω συμπληρωματικά.αλατίζομαι καλά. -
45 заключить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -ченоρ.σ.μ.1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.2. εγκλείω, κλείνω μέσα•заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•
-в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.
3. τελειώνω, ολοκληρώνω•заключить речь τελειώνω το λόγο•
заключить счет κλείνω το λογαριασμό.
4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.5. συνάπτω, κλείνω•заключить договор κλείνω συμφωνία•
заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•
заключить контракт κλείνω σύμβαση•
заключить пари βάζω στοίχημα•
заключить брак συνάπτω γάμο.
εκφρ.заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.παλ. κλείνομαι•зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•
она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.
-
46 закончить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. законченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ. и. τελειώνω, αποτελειώνω, ολοκληρώνω.τελειώνω, ολοκληρώνομαι,• -лось строительство τέλειωσε η οικοδόμηση. -
47 заупокой
επίρ.στην έκφραση:α) помянуть за заупокой (εκκλσ.) προσεύχομαι για ανάπαυση της ψυχής·β) начать за здравие, а кончить (ή свести) заупокой αρχίζω με επαίνους και τελειώνω με επίκριση• αρχίζω χαρούμενα και τελειώνω θλιμμένα. -
48 здравие
-я ουδ.παλ. βλ. здоровье.εκφρ.во здравие – παλ. στην υγεία•здравие желаю – παλ. σας ευχόμαστε υγεία (απάντηση κατωτέρων αξιωματικών σε χαιρετισμό ανωτέρου)•начать за здравие, а кончить ή свести за упокой – αρχίζω με γέλια και τελειώνω με κλάματα, αρχίζω με το καλό και τελειώνω με το κακό (για συνομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.). -
49 исчерпать
ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•
силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•
исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•
исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•
исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.
εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω. -
50 миновать
ную, -нуешь,επιρ. μτχ. минуя ρ.σ.1. δ.κ.σ. προσπερνώ, παρέρχομαι, περνώ δίπλα ή αφήνω πίσω μου•миновать прохожего προσπερνώ το διαβάτη•
миновать деревню προσπερνώ το χωριό.
|| περνώ ξυστά, πάρα πολύ σιμά•пуля -ла мозг η σφαίρα πέρασε ξυστά στο μυαλό.
2. διαφεύγω, ξεφεύγω γλυτώνω•они едва -ли гибели αυτοί μόλις γλύτωσαν από το θάνατο•
не миновать тебе выговора δε θα ξεφύγεις από την τιμωρία.
3. τελειώνω, λήγω, περνώ•-ло лето πέρασε το καλοκαίρι•
опасность -ла ο κίνδυνος πέρασε.
4. κλείνω, συμπληρώνω.εκφρ.-уя – αποφεύγοντας παρακάμπτοντας•миновать подробности – αποφεύγοντας τις λεπτομέρειες.τελειώνω, λήγω, περνώ. -
51 отвеять
-ею, -ешьρ.σ.1. μ. λιχνίζω•-хлеб λιχνίζω το σιτάρι.
2. απολιχνίζω, τελειώνω το λίχνισμα.απολιχνίζω, τελειώνω το λίχνισμα. -
52 отвоевать
-воюю, -воюешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. ανακαταλαβαίνω, ξαναπαίρνω, ξανακυριεύω.2. μτφ. αποκτώ (με δυσκολία, αγώνα κ.τ.τ.).3. τελειώνω τον πόλεμο.4. πολεμώ, παίρνω μέρος στον πόλεμο,τελειώνω τον πόλεμο. -
53 отдоить
-дою, -доишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отдоенный, βρ: -доен, -а, -о, ρ.σ.μ.1. (για μικρή ποσότητα)• αρμέγω•отдоить стакан молока αρμέγω ένα ποτήρι γάλα.
2. αποαρμέγω, τελειώνω το άρμεγμα.στειρεύω κορο•отдоить ва -лась η αγελάδα στείρεψε.
|| τελειώνω το άρμεγμα. -
54 откосить
-кошу, -косишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оукошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.1. κο-σίζω.2. αποκοσιζω, τελειώνω το κόσισμα.αποκοσιζω, τελειώνω το κόσισμα. -
55 отлетать
-
56 отпахать
пашу-пашешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпаханный, βρ: -хан, -а, -оρ.σ.1. οργώνω.2. τελειώνω το όργωμα.τελειώνω το όργωμα. -
57 отработать
ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отработанный, βρ: -тан, -а, -о.1. εργάζομαι, δουλεύω για να ξεπλερώσω. || εργάζομαι•отработать аванс δουλεύω για την προκαταβολή•
я -ал восемь часов δούλεψα οχτώ ώρες.
2. τελειώνω τη δουλειά.3. αφήνω τη δουλειά, παύω να εργάζομαι (λόγω γερατειών)•наш дедушка -ал ο παππούς δε δουλεύει άλλο πια.
|| φθείρομαι, αχρηστεύομαι από τη δουλειά, τρώγω το ψωμί μου.4. επεξεργάζομαι, δουλεύω, τελειοποιώ. || ασκούμαι, εξασκούμαι.τελειώνω την εργασία. -
58 отсеять
-сю, -сешь ρ.σ.μ.1. κοσκινίζω•отсеять сор κοσκινίζω τα σκύβαλα.
2. μτφ. εκκαθαρίζω, περνώ από το κόσκινο• διώχνω, σκορπίζω.3. αποσπέρνω, τελειώνω το σπάρσιμο.1. κοσκινίζομαι•отруби -лись τα πίτυρα κοσκινίστηκαν.
2. μτφ. σκορπίζω, -ομαι, εγκαταλείπω, αποχωρώ, φεύγω•часть учащихся -лась ένα μέρος των μαθητών παράτησε το σχολείο.
3. τελειώνω τη σπορά. -
59 отстирать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстиранный, βρ: -ран, -а, -о.1. ξεπλύνω, βγάζω με το πλύσιμο (λεκέδες, λάσπες κ.τ.τ.).2. τελειώνω το πλύσιμο.1. καθαρίζομαι, βγαίνω με το πλύσιμο•пятно -лось ο λεκές καθάρισε (βγήκε).
|| πλύνομαι, λευκαίνομαι.2. τελειώνω το πλύσιμο. -
60 оттеребить
-блю, -бищь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оттеребленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.τελειώνω το ξερίζωμα, αποξεριζώνω•оттеребить лн τελειώνω το ξερίζωμα του λιναριού.
См. также в других словарях:
τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα … Dictionary of Greek
απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα … Dictionary of Greek
αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα … Dictionary of Greek
μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω … Dictionary of Greek
ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek